Άλλη φορά ο π. Ιάκωβος βρισκόταν στην είσοδο της μονής και είδε ξαφνικά να μπαίνει μια γριά. - Έλα γιαγιά να προσκυνήσεις, να σε κεράσουμε και να σε φιλοξενήσουμε. Απόψε θα μείνεις εδώ. - Μπα, δεν μένω εδώ, δεν μπορώ να μείνω, γιατί εσείς συνέχεια ντουν-ντουν χτυπάτε τις καμπάνες. Ήρθα μόνο να σας δω και να φύγω. Θα πάω στο τάδε γυναικείο μοναστήρι. Εκεί μου κάνουν μεγάλη υποδοχή και μένω μία βδομάδα. Μόλις πάω εκεί, κάνω τις μοναχές (και έδειξε με το δάχτυλό της ότι της σουβλίζει). Και αρχίζουν αμέσως τα σκάνδαλα μεταξύ τους. Και αρχίζει το πανηγύρι! Έκπληκτος με αυτά που άκουγε ο π. Ιάκωβος, την κοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο. Είδε τότε κάτι μάτια πολύ μικρά και βαμμένα, μεγάλα σκουλαρίκια και μία κλωστή περασμένη από τη μύτη και δεμένη στα σκουλαρίκια. Αυθόρμητα έκανε το σταυρό του, λέγοντας : - Κύριε ελέησον! Τι γριά είναι αυτή! Αμέσως η γριά άρχισε να διαλύεται σαν καπνός και να χάνεται. Ήταν ο διάβολος! Ο γέροντας σχολίασε το γεγονός, τονίζοντας πόσο απομακρύνουν τον πειρασμό οι ημερονύκτιες ακολουθίες και η καθημερινή θεία Λειτουργία. Ο ίδιος ο διάβολος ομολόγησε πως δεν μπόρεσε να παραμείνει «επειδή συνέχεια ντουν-ντουν οι καμπάνες» (Σημ. Aragorn : Στην απόκρυφη παράδοση αν θέλουμε να διώξουμε ένα πνεύμα κάνουμε μεγάλη ηχητική φασαρία ή ακόμα καλύτερα χτυπάμε δυνατά δύο κομμάτια από καθαρό σίδερο). Αντίθετα, πόσο χαίρονταν με τα σκάνδαλα και τις παρεξηγήσεις!