Ο απλοϊκός και ενάρετος παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902-1975) , εφημέριος του χωριού Πλάτανος Τρικάλων από το 1931 ως το 1973. αντίκρισε πολλές φορές με τα διορατικά του μάτια, το σατανά και τους δαίμονες. Να πως διηγείται ο ίδιος με τη χαρακτηριστική του απλότητα μερικές σχετικές εμπειρίες του : - Εγώ πάντοτε, σχεδόν κάθε μέρα, λειτουργούσα στους Ταξιάρχες. Ένα βράδυ που έκανα τη συνηθισμένη μου ακολουθία, κατά τις 12 με 1 τη νύχτα, ακούω φωνές, τραγούδια, χορό, κλαρίνα. Έξω είχε χιόνι πολύ, κρύο και παγωνιά. Βγαίνω έξω και τι να δω! Γάμο κάνανε οι σαταναραίοι. Έβαλα τα γέλια και του σταύρωσα λέγοντας : «Όπου επισκιάζει η χάρις των Αγίων Αρχαγγέλων, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις» και «συντριβίτωσαν υπό τη σημείωσιν του Τιμίου Σου Σταυρού πάσαι οι ενάντιαι δυνάμεις». Και έγιναν άφαντοι. Άλλοτε πάλι όταν λειτουργούσα, άκουσα έξω να θορυβούν. Βγαίνω ναι βλέπω ότι χτίζανε πολυκατοικία. Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι κλπ. Τους σταύρωσα και εξαφανίστηκαν όλοι. Γύριζα ένα βράδυ 4 η ώρα στο σπίτι. Βλέπω στο δρόμο δύο δαίμονες που μαλώνανε. Τους λέγω : «Ε, σείς! Τι έχετε να μοιράσετε και μαλώνετε;». Τους σταύρωσα και εξαφανίστηκαν και αυτοί. Μία άλλη φορά γύριζα το βράδυ στο σπίτι με χιόνι. Μου παρουσιάστηκε ένας δαίμονας σαν χοίρος. Διαλύθηκε όμως σαν καπνός, μόλις έκανα το σημείο του σταυρού. Ένα βράδυ διάβαζα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, και παρουσιάστηκε σαν σκύλος, που προσπαθούσε να περάσει μέσα από τα πόδια μου. Δεν άφησε όμως η Παναγία. Ποιος ξέρει σε τι πειρασμούς ήθελε να με ρίξει! Ένα άλλο βράδυ ξύπνησα κατά τις 1 η ώρα και πήγαινα στους Ταξιάρχες για να προσευχηθώ. Βλέπω στο δρόμο καθώς προχωρούσα, ένα ψηλό μαύρο, με κάτι χερούκλες έτοιμο να με πνίξει. Με έπιασε από το λαιμό. Επικαλέστηκα αμέσως τους Ταξιάρχες, έκανα το σταυρό μου και εξαφανίστηκε. Ένα άλλο βράδυ, όταν γύρισα από τη Λειτουργία μου έπεσα να κοιμηθώ. Ήταν χειμώνας και έξω είχε πολύ χιόνι. Σε λίγο ακούω μία φωνή γυναικεία να μου φωνάζει : «Παπα-Δημήτρη! Παπα-Δημήτρη!». Σκέφτηκα : «Ποιος φωνάζει τέτοια ώρα;». Άρχισα να λέω τους Χαιρετισμούς με τη σκέψη πως αν ήταν πραγματικός άνθρωπος, θα έμενε . Όταν τους τελείωσα βγήκα να δω ποιος είναι. Τίποτα όμως δεν φάνηκε. Μια άλλη φορά ήταν καλοκαίρι με καλέσανε στο χωριό Κούρσοβο να κηδέψω κάποιον. Όταν γύριζα στο χωριό μου, στο δρόμο οι σατανάδες με πετροβολούσανε. Θέλανε να με σκοτώσουν. Άρχισα να λέω τους χαιρετισμούς και διαλύθηκαν σαν καπνός. Μια μέρα γύριζα από το χωράφι και περνώντας έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, βλέπω έναν σατανά ξαπλωμένο. Τον ρωτάω : «Τι κάνεις εσύ εδώ;.». «Εγώ κάθομαι εδώ για να μην αφήνω κανένα να κάνει το σταυρό του» μου αποκρίνεται. ʽΈνα απόγευμα περνούσα από τη πλατεία του χωριού και πήγαινα στο σπίτι μου. Βλέπω στο καφενείο πολλούς άντρες. Άλλοι πίνανε κρασί, άλλοι χαρτοπαίζανε. Οι σατανάδες ήταν γύρω-γύρω, πάνω από τα κεφάλια τους. Σʼ έναν μάλιστα ήταν σαν αρκούδα. Ο σατανάς εναντιώνεται σε κάθε χριστιανό που αγωνίζεται ειλικρινά. Δεν πρέπει όμως να τους φοβάται κανείς. Καπνός είναι. Δεν έχουν εξουσία στους ανθρώπους. Ο Θεός επιτρέπει βέβαια στους πειρασμούς για να δοκιμάσει τη πίστη των ανθρώπων. Παίρνουν πάντοτε την άδεια του Θεού, προκειμένου να πειράξουν ένα πιστό. Και μέσα στην εκκλησία βρίσκονται ακόμα και στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Βάζουν λογισμούς κακούς στους εκκλησιαζόμενους και τους αποσπούν από τη προσευχή και τη προσοχή από το Μυστήριο. Μόλις όμως πούνε οι ψαλτάδες το Χερουβικό και βγει η μεγάλη είσοδος τότε φεύγουν. Κάποτε όταν λειτουργούσα τη νύχτα μπήκαν μέσα στην εκκλησία και άρχισαν να αναποδογυρίζουν τις καρέκλες. Ο αρχισατανάς μπήκε στο ιερό, έκλεισε το παραθυράκι και μʼ έπιασε από το λαιμό να με πνίξει. Εγώ ζητούσα σε βοήθεια τους Αγίους Ταξιάρχες. Και μόλις λαλήσανε οι πετεινοί εξαφανίστηκαν.