Ο μακαριστός γερο-Ιερόθεος (+1963) ξεχώριζε απʼ όλη την αδελφότητα της αγιορείτικης Μονής Διονυσίου για την ταπείνωση και την απλότητά του. Ήταν ο ευλογημένος σαν τις παιδικές εκείνες ψυχές που μακάρισε ο Κύριος, γιʼ αυτό και από τούτη τη ζωή αξιώθηκε να γνωρίσει με τις πνευματικές του αισθήσεις το άκτιστο φως της ουράνιας βασιλείας, τις παρηγορίες της Κυρίας Θεοτόκου, αλλά όχι σπάνια και την κακία των φθονερών δαιμόνων. Το 1938-39 ο γερο-Ιάκωβος υπηρετούσε στον αλευρόμυλο της μονής. Κάποια μέρα καθώς άλεθε, βλέπει ένα πλήθος από δαιμονικά φαντάσματα να γεμίζει το μύλο. Άλλα έμοιαζαν με πιθήκους και άλλα με αράπηδες. Άλλα, τέλος, είχαν τη μορφή τράγου μέχρι τη μέση, ενώ από τη μέση και κάτω φορούσαν φουστάνια. Ανατρίχιασε σύγκορμος ο γέροντας από το φόβο του και με όλη τη θέρμη της ψυχής του άρχισε να παρακαλεί δυνατά τη Παναγία : - «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία…» Αυτό ήταν! Μόλις οι δαίμονες άκουσαν τον θεομητορικό ύμνο, ταράχτηκαν και έγιναν άφαντοι. Το 1960 μία πρωτόγνωρη δοκιμασία από τους δαίμονες περίμενε τον π. Ιερόθεο Ήταν νύχτα. Είχε τελειώσει τον κανόνα του και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει όταν ξαφνικά ακούει μέσα στο κελί του μουσικά όργανα, όπως τα είχε ακούσει να παίζουν κάποτε στη Θεσσαλονίκη. Κατάλαβε πως ήταν σατανική ενέργεια, γιʼ αυτό δεν έδωσε σημασία. Αργότερα όμως βλέπει κοντά του τρεις μαύρους τράγους, που έγιναν ύστερα πέντε και μετά εφτά. Πιάνει αμέσως το κομποσκοίνι και αρχίζει με ζήλο την ευχή. - «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν!» Αμέσως οι τράγοι εξαφανίστηκαν. Σε λίγη ώρα τον βρίσκει άλλος πειρασμός. Γέμισε το κελί του με ευπαρουσίαστους νέους, άντρες και γυναίκες – καμιά εικοσαριά ήταν όλοι-, που αδιάντροπα ασελγούσαν μπροστά του. Ο γέροντας έκλεισε τα μάτια του για να μην βλέπει και άρχισε πάλι με ζέση την προσευχή : - «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»! «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε…»! «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία…»! Δεν πρόλαβε να τελειώσει τους Χαιρετισμούς και ένα γλυκό φως που ξεχύθηκε από την εικόνα της Παναγίας, πλημμύρισε όλο το κελί του. Αμέσως οι αναίσχυντοι εκείνοι νεαροί έφυγαν από κοντά του και στάθηκαν έξω από τα παράθυρα. Στο μεταξύ, σήμανε η καμπάνα και άρχισαν στο ναό να διαβάζουν την ακολουθία. Ξεκίνησε και αυτός να πάει για να βρει λίγη ανάπαυση η ψυχή του μετά τις νυχτερινές τούτες περιπέτειες, μα οι δαίμονες δεν είχαν τη διάθεση να παραιτηθούν. Γέμισαν οι τρισκατάρατοι το κελί του με ξύλα σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο φράγμα. Ο γερο-Ιερόθεος δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Απελπισμένος έβαλε τις φωνές. Την ώρα εκείνη περνούσε απʼ έξω ένας αδερφός, ο ιερομόναχος Παύλος. - Γιατί φωνάζεις γέρο-Ιερόθεε; - Θέλω βοήθεια! - Σαν τι βοήθεια θέλεις; - Έλα γρήγορα μέσα! Πήγε να ανοίξει ο παπα-Παύλος την πόρτα, μα δεν τα κατάφερε. - Δεν μπορώ να ανοίξω. Η πόρτα είναι κλειδωμένη. - Σπρώξε και θʼ ανοίξει, αλλιώς σπάσε την και μπες. Έτσι και έκανε. Με δύο χτυπήματα τη παραβίασε και μπήκε μέσα. - Τι έπαθες και φωνάζεις ευλογημένε; - Τι έπαθα παπά μου δεν το φαντάζεσαι! Και σʼ ευχαριστώ που ήρθες και με ελευθέρωσες… Οι πάνκακοι δαίμονες με την είσοδο του παπα-Παύλου εξαφανίστηκαν. Το ξύλινο φράγμα διαλύθηκε. Και ο γερο-Ιερόθεος βρισκόταν σε λίγο ασφαλισμένος στο καθολικό της μονής, όπου αχόρταγα δοξολογούσε με την παιδική του καρδιά τον Χριστό και τη Παναγία, που άλλη μια φορά τον απάλλαξαν από «τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων».