Ο π. Αρσένιος ο τσουραπάς ήταν υποτακτικός του ενάρετου Αυξεντίου, γέροντα της Καλύβης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην αγιορείτικη Σκήτη της ΑγίαςΆννης. Το παρωνύμιο «τσουραπάς» του δόθηκε από τους πατέρες της περιοχής, επειδή με μία ποδοκίνητη μηχανή έπλεκε κάλτσες (τσουράπια). Αυτό ήταν το εργόχειρό του. Ο π. Αρσένιος είχε μία φοβερή εμπειρία δαιμονικής ενέργειας, που καταγράφηκε και διασώθηκε από το σύγχρονο και γνώριμο του γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννίτη (1905-1991). Κάποτε ο Κατουνακιώτης ασκητής γερο-Αρσένιος που είχε πνευματικό σύνδεσμο με τον γερο-Αυξέντιο, ζήτησε βοήθεια για το ζύμωμα επειδή ο υποτακτικός του έλειπε σε αποστολή. Ο γερο-Αυξέντιος δέχτηκε προθυμότατα να στείλει τον π. Αρσένιο. Εκείνος πάλι, νέο καλογεράκι τότε, γεμάτο ζήλο και προθυμία, περίμενε με αγωνία την ημέρα που θα πήγαινε στα Κατουάκια. Και δεν λαχταρούσε τόσο πολύ να πάει για να ζυμώσει το ψωμί, όσο για να συναναστραφεί τον ομώνυμό του άγιο γέροντα, να ακούσει τις συμβουλές του και να πάρει την ευχή του. Ήταν χειμώνας και δυστυχώς τη συμφωνημένη μέρα είχε κακοκαιρία. Τα μεσάνυχτα σηκώθηκαν για την ακολουθία του όρθρου. Ο π. Αρσένιος, όμως άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρησή του. - Ευλογημένο μου παιδί, του λέει ο γέροντας του, «η χειμωνιάτικη νύχτα είναι χρόνος»,λέει μια παροιμία. Μείνε λοιπόν να διαβάσουμε πρώτα την ακολουθία και μετά έχεις αρκετές ώρες στη διάθεσή σου να πας στα Κατουνάκια. - Πρέπει να φύγω το συντομότερο, είπε ο π. Αρσένιος για να τελειώσω το ζύμωμα και να γυρίσω έγκαιρα. Η διαφωνία γέροντα και υποτακτικού άρχισε ήπια αλλά εξελίχθηκε σε λυπηρή διχογνωμία. Ο πρώτος δεν άφηνε τον δεύτερο να φύγει πριν από την ακολουθία, ο δεύτερος πάλι, θεληματάρικα και αντιμοναχικά επαναλάμβανε πως δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Τελικά ο γέροντας φανερά λυπημένος, είπε στον υποτακτικό του : - Αφού επιμένεις τόσο, πήγαινε, και σε καλό να σου βγει. Ο π. Αρσένιος, ευχαριστημένος που έγινε το δικό του, ξεκίνησε για την αποστολή του, κάνοντας στο δρόμο την ακολουθία με το κομποσκοίνι. Καθόλου δεν πέρασε από το νου του πως την ευλογία για την αναχώρηση την είχε πάρει δυναστικά και πως είχε αφήσει το γέροντά του λυπημένο. Όταν πλησίασε στη Σπηλιά – τοποθεσία λίγο έξω από τη σκήτη, όπου υπάρχει μικρό προσκυνητάρι με την εικόνα της Παναγίας – βρήκε το καντήλι σβηστό. Πριν προσκυνήσει θέλησε να το ανάψει. Το προσκυνητάρι είναι χτισμένο λίγο ψηλότερα από το δρόμο. Για να προσκυνήσει κανείς τη θεομητορική εικόνα πρέπει να ανέβει τρία σκαλοπάτια. Μόλις πάτησε ο π. Αρσένιος το πρώτο σκαλοπάτι, άκουσε ξαφνικά, μέσα στην ησυχία της νύχτας, μία άγρια και ασυνάρτητη δαιμονική φωνή. Η καρδιά του από την τρομάρα άρχισε να χτυπάει βίαια και άτακτα. Ωστόσο δεν παραιτήθηκε από το σκοπό του. Ζήτησε τη βοήθεια της Παναγίας και ανέβηκε στο δεύτερο σκαλοπάτι. Τότε άκουσε δεύτερη κραυγή, πιο δυνατή και άγρια. Ένιωσε να τρέμει σύγκορμος και να παραλύει. Συγκέντρωσε όμως τις δυνάμεις του και ανέβηκε στο τρίτο σκαλοπάτι λέγοντας : - Δεν θα γίνει το δικό σου σατανά, Εγώ το καντήλι της Παναγίας θα το ανάψω! Αλλά τότε έγινε κάτι τρομερό. Απʼ όλη τη γύρω περιοχή έφτασαν στα αυτιά του άναρθρες κραυγές, δυνατές και φοβερές τόσο, που του φάνηκε πως όλη η περιοχή σειόταν και τα βράχια έπεφταν. Ακούγοντας αυτούς τους δαιμονικούς κρότους και τις φωνές, δεν είχε τι άλλο καλύτερο να κάνει από το να ανάψει το καντήλι της Παναγίας και να προσκυνήσει την εικόνα της. Δεν πρόλαβε όμως να πιάσει τα σπίρτα στο χέρι και μία βίαιη δαιμονική δύναμη σαν ανεμοστρόβιλος τον άρπαξε και τον πέταξε πολλά μέτρα μακριά. - Ούτε τότε κατάλαβα, διηγόταν ο ίδιος αργότερα μα ούτε και μέχρι σήμερα μπορώ να καταλάβω, πως βρέθηκα πεσμένος κάτω και τόσο μακριά. Και δεν μπορώ να περιγράψω τι δοκίμασα και πως ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Ένα μόνο έχω να πω, ότι κάθε φορά που το σκέφτομαι και το διηγούμαι συγκλονίζομαι ψυχικά. Ενώ λοιπόν κειτόταν μισολυπόθυμος και μέσα σε σκοτοδίνη λογισμών, ήρθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως όλα ήταν καρπός του εγωιστικού του θελήματος και της παρακοής του. Κάποια στιγμή ανακάθισε. Και όταν μπόρεσε να σηκωθεί και να βαδίσει, πήρε το δρόμο της επιστροφής, θρηνώντας το κατάντημά του και μετανοώντας από την καρδιά του. Συνεχώς σταυροκοπιόταν και ζητούσε με δάκρια το θεϊκό έλεος Όταν επιτέλους έφτασε στη καλύβη, βρήκε το γέροντά του στη μέση του ναού να προσεύχεται ακόμα δακρυσμένος. Με χαρά και συγκίνηση υποδέχθηκε ο γερο-Αυξέντιος τον υποτακτικό του, ενώ εκείνος έπεσε με συντριβή στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση. - Σε συγχώρησα παιδί μου, του είπε ο γέροντας, καθώς τον σήκωσε και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Να ξέρεις ότι μόλις έστησες το θέλημά σου και έπεσες στην παρακοή, έλαβα από το Θεό ότι θα πάθεις κακό. Γιʼ αυτό επέμενα να μην πας στα Κατουνάκια εκείνη την ώρα και μάλιστα χωρίς τη θωράκιση που προσφέρει η δύναμη και χάρη της ορθρινής ακολουθίας. Δόξασε το Θεό που η δοκιμασία και τιμωρία για την παρακοή σου ήταν μόνο τόση. Η χάρη της Κυρίας Θεοτόκου, στην οποία κατέφυγα με τις ταπεινές μου προσευχές, σπλαχνίστηκε και τους δυο μας. Εσένα σε φύλαξε από τα χειρότερα της μανίας του σατανά, ενώ εμένα δεν με άφησε να πέσω σε αγιάτρευτο πόνο, τώρα στα γεράματά μου. Η περιπέτεια αυτή να σου γίνει μάθημα ταπεινοφροσύνης και υπακοής. «ίνα μη χειρόν σοι τι γένηται», όπως είπε ο Κύριος. Στη ψυχή του π. Αρσενίου τυπώθηκε τόσο ζωηρά η φοβερή εκείνη εμπειρία, ώστε κάθε φορά που τον έβρισκε η νύχτα στο σημείο της Σπηλιάς, δεν τολμούσε να συνεχίζει μόνος τη πορεία του, αλλά ζητούσε κάποιον για να τον συντροφέψει. Ακόμα και στα γεράματά του, όταν πια είχε περάσει τα ογδόντα, τον έπιανε ο ίδιος φόβος, όταν ήταν να περάσει από κει μετά τη δύση του ηλίου.