Στα ανατολικά της Πάτμου βρίσκεται ένα μικρό νησί, οι Λειψοί, όπου οι μοναχοί είχαν ζώα. Κάθε καλοκαίρι έσφαζαν μερικά, τα ξέραιναν στον ήλιο και τα πουλούσαν. Σʼ αυτή τη διακονία λοιπόν, έστειλαν κάποτε τον μοναχό Πρόχορο. Ο Πρόχορος, χαρακτήρας σκληρός και αυθάδης πίεζε φορτικά τον όσιο Λεόντιο ( ο οποίος έγινε αργότερα Πατριάρχης Ιεροσολύμων 1170-1190 ) να του δώσει καινούργια παπούτσια. - Πήγαινε τώρα στους Λειψούς, απάντησε εκείνος και θα σου δώσω όταν γυρίσεις, γιατί ο τσαγκάρης της μονής δεν έχει έτοιμα. Ο Πρόχωρος άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται με οργή. - Πήγαινε παιδί μου ειρηνικά στη διακονία σου, τον συμβούλεψε ο όσιος, για να μην σου συμβεί κανένα κακό. Ο μοναχός, όμως ήταν ανένδοτος. Έτσι ο άγιος βλέποντας πως του χρειαζόταν μια παιδαγωγική τιμωρία, τον επιτίμησε με τα λόγια του ψαλμωδού : - «Γενηθήτω η οδός σου σκότος και ολίσθημα και άγγελος κυρίου καταδιώκων σε!» Αυτό είπε μόνο ο άγιος και απομακρύνθηκε. Ο Πρόχορος μπήκε στο καΐκι για να πάει στους Λειψούς. Γύρω στο μεσημέρι, άρχισε ένας ξαφνικός πετροβολισμός. Σαν χαλάζι έπεφταν οι πέτρες μέσα στο καΐκι. Και το πιο θαυμαστό ήταν πως οι πέτρες χτυπούσαν και πλήγωναν το μοναχό μόνο, χωρίς να αγγίζουν κανένα από τους συνταξιδιώτες του. Σύντομα ακούγονταν και φωνές που έλεγαν : - Το πείσμα, το πείσμα! Κατάλαβε τότε, ο ταλαίπωρος, ότι δαιμονικές δυνάμεις τον χτυπούσαν αόρατα, με παραχώρηση του Θεού, για τη καταφρόνηση του πνευματικού του πατέρα. Φτάνοντας στον προορισμό του, βγήκε από το πλοιάριο ταραγμένος. Τότε σταμάτησε για λίγο το πετροβόλημα. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να γευματίσει, οι αόρατοι εχθροί άρχισαν πάλι να ρίχνουν πέτρες εναντίον του. Το πιάτο έγινε κομμάτια, το φαγητό χύθηκε και το κρασοπότηρο έσπασε, ενώ οι δαίμονες του φώναζαν : - Πρόχορε! Το πείσμα, το πείσμα! Εκείνος ο δύστυχος, συγκλονισμένος από το κακό που τον βρήκε, ξέχασε και φαγητό και πιοτό. Μη μπορώντας να κάνει τίποτα, πήρε το καΐκι και γύρισε πίσω καταματωμένος από τα χτυπήματα. Έδειξε στον όσιο τις πληγές και διηγήθηκε τη συμφορά του. Κάποιος μοναχός, ακούγοντας τη διήγηση, είπε με κομπασμό στους άλλους : - Ο Πρόχορος έπαθε αυτό το κακό επειδή είναι αγράμματος. Αν ήξερε γράμματα, θα έδιωχνε τους δαίμονες. Εγώ όμως, με τη δύναμη του Θεού και τη χάρη των γραμμάτων, πιστεύω πως δεν θα ενοχληθώ καθόλου από τους δαίμονες. Και λέγοντας αυτά, πήρε το ψαλτήρι, έβαλε μετάνοια στον όσιο και έφυγε για τους Λειψούς. Μα έπαθε και εκείνος τα ίδια. Πέτρες πολλές άρχισαν να πέφτουν αόρατα πάνω του. Μήτε η ανδρεία του μήτε η γνώση του τον έσωσαν. Ταπεινωμένος λοιπόν, γύρισε και αυτός στο μοναστήρι. Ο όσιος Λεόντιος, αφού έκρινε πως ήταν αρκετή η τιμωρία και των δύο, πήρε μαζί του ευλαβείς αδελφούς και πήγε στους Λειψούς. Εκεί, με τη προσευχή του, έδιωξε τους δαίμονες.