Αξίζει το κόπο να αναφέρουμε τα λεγόμενα ενός γέρου τσοπάνη του Σταύρου Γαλάνη (που τα αφηγήθηκε στο μελετητή Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, το 1954, όταν ο ίδιος ήταν 90 ετών). «Αυτή η δουλειά πάει τώρα είκοσι πέντε κι ακόμα χρόνια. Την θυμάμαι όμως καλά, γιατί τότε αυτό το ξωτικό το βλέπαμε. Ήταν ένα παράξενο πράμα που μας αναστάτωνε, μας ρήμαξε τις στάνες, όχι μόνο τις δικές μας αλλά και των άλλων χωριών όσα έβοσκαν στα λιβάδια της Σαράνταινας και στο Μεσοβούνι. Κάποτε, ξαφνικά ενώ ήταν καταξαστεριά και ούτε φύλλο δεν κουνιόταν… παρουσιαζόταν δτα γίδια μας και στα πρόβατά μας ένα ξωτικό πράμα, σαν ήσκιος, σαν ένα μικρό κατάμαυρο σύννεφο, και διάβαινε γλήγορα από πάνω τους. Τότε τα πλάκωνε ο ήσκιος… Άλλη φορά πάλι το ξωτικό παρουσιάζεται σαν ζαγάρι και άλλη φορά σαν τραϊ. Όπως το θυμάμαι τη τελευταία φορά που το είδα, η φάτσα του ήτανε σαν τραγίσια αλλά έμοιαζε και σαν ανθρώπινη. Ήταν όμως πολύ άσχημο. Στραβοπόδαρο και σούραε σαν τσοπάνος. Μπερδευόταν μες στα πρόβατα και τα γίδια και τα καβαλίκευε. Τα γίδια μας, άμα τα καβαλίκευε μερικά, προτιμούσε τα τραγιά, τάπιανε ένας τέτοιος φόβος που πρόγκαγαν και έφευγαν σαν δαιμονισμένα. Τα σκυλιά, μόλις τόβλεπαν, σαούργιαζαν μαζεμένα και δεν αλύχταγαν. Και όταν θέλαμε να πυροβολήσουμε, μόλις βλέπαμε το ξωτικό, μας έπιανε ένας τέτοιος παράξενος φόβος, που δεν μπορούσαμε ούτε να το πυροβολήσουμε, ούτε να κουνηθούμε καθόλου. Παραλύαμε πραγματικά. Τι πράμα ήταν αυτό κανένας δεν ξέρει. Άλλοι έλεγαν τότε πως δεν ήταν τίποτα, άλλοι πως τα πράματά μας έτρωγαν φαρμακερό χορτάρι και ψοφάνε, άλλοι ότι προσβάλλονται από την αρρώστια του άνθρακα και ψοφάν. Όλα όμως τούτα ήταν παραμύθια και ότι λέγαμε πως βλέπαμε, το βλέπαμε στʼ αληθινά. Εμείς είμαστε βλάχοι και όλα τα ξέρουμε. Και τα φαρμακερά βοτάνια και τον άνθρακα. Στη φαντασία τους βλέπουν μόνον αυτοί που φοβούνται. Εμείς είμαστε ξώμαχοι και δεν μας σκιάζει τίποτα.»