Ο Λουκιανός σʼ ένα από τα έργα του αναφέρετε σʼ έναν ghostbuster κυνηγό φαντασμάτων της εποχής του, τον Αρίγνωστο, ο οποίος κατόρθωσε να διώξει ένα φάντασμα από το σπίτι του Ευατίδη, που ήταν έξω από τη Κόρινθο σε τοποθεσία ερημική. Πολλοί είχαν ενοικιάσει αυτό το σπίτι, παρόλο που είχαν ακούσει ότι είναι στοιχειωμένο, αφού δεν πίστευαν ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Όταν όμως πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, έβλεπαν ξαφνικά ένα απαίσιο και τερατώδες φάντασμα να παρουσιάζεται και να τους καταδιώκει. Ο φόβος που τους κυρίευε από αυτή την απρόοπτη συνάντηση ήταν τόσο ισχυρός, που προσπαθούσαν, παρόλο που ήταν νύχτα να φύγουν από το σπίτι. Τις ιστορίες για το στοιχειωμένο σπίτι έμαθε ένας «κυνηγός φαντασμάτων» ο Αρίγνωστος, ο οποίος τόλμησε να παραμείνει στο σπίτι μέχρι τα ξημερώματα και να διώξει το φάντασμα. Όπως είπε ο Αρίγνωστος: «Πήρα μαζί μου όλα τα σύνεργα της δουλειάς μου, τα μαγικά μου βιβλία, τα οποία αναφέρονται στις ψυχές των πεθαμένων και περιέχουν και εξορκισμούς και μόλις σουρούπωσε πήγα σπίτι. Έντρομος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού προσπάθησε να με αποτρέψει, αλλά εγώ πήρα ένα λυχνάρι και μπήκα στο σπίτι. Όταν έφτασα σε ένα μεγάλο δωμάτιο κρέμασα το λυχνάρι, χάραξα μʼ ένα μαύρο μαχαίρι ένα κύκλο στο πάτωμα και κάθισα εκεί μέσα. Όταν ηρέμησα και «άδειασε» το κεφάλι μου από κάθε σκέψη, διάβασα μία αιγυπτιακή επωδό. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε σε αυτή τη καταθλιπτική σιγή, αλλά πρέπει μάλλον να ήταν μεσάνυχτα, όταν άκουσα ένα δυνατό και άγριο τρίξιμο. Ξαφνιάστηκα, αλλά συνήλθα γρήγορα, πήρα ένα βιβλίο και άρχισα να διαβάζω επωδές. Σύντομα αντίκρισα απέναντί μου έναν καπνό που έκανε κυματώδες κινήσεις, έπαιρνε συνεχώς διάφορα σχήματα τα οποία άλλαζαν αμέσως και προσπαθούσε, όπως κατάλαβα, να πάρει κάποια συγκεκριμένη μορφή. Τελικά, ύστερα από πολλές δοκιμές μεταμορφώθηκε σε ένα απαίσιο τέρας. Αρχικά προσπάθησε να με φοβίσει, χωρίς να μπει στο κύκλο όπου καθόμουν, αλλά εγώ που είχα αποκτήσει την ψυχραιμία μου, το κοιτούσα με αδιαφορία και απάθεια. Μετά άρχισε να παίρνει διαδοχικά τα σχήματα του σκύλου, του ταύρου, του λιονταριού και τελικά έγινε μία τεράστια φλόγα. Εγώ, πάντα ψύχραιμος, άρχισα να του μιλάω με όση γοητεία μπορούσα στην αιγυπτιακή γλώσσα, αλλά πολλές φορές σταματούσα την ομιλία μου και διάβαζα την πιο «ισχυρή» και αποτρεπτική επωδή. Είχα περάσει κάμποσες ώρες, όταν τελικά το έπεισα να φύγει από το δωμάτιο, το παρακολούθησα και είδα σε πιο σημείο του εδάφους «διαλύθηκε». Κουρασμένος από τη προσπάθεια που είχα καταβάλει, κοιμήθηκα αμέσως. Όταν ξημέρωσε, ξύπνησα, βγήκα έξω και κατάπληκτος είδα ότι είχαν μαζευτεί κοντά στο σπίτι ο ιδιοκτήτης του, φίλοι μου και αρκετοί κάτοικοι της Κορίνθου οι οποίοι με κοίταζαν παράξενα, σαν να ήμουν εγώ το φάντασμα. Ίσως να θεωρούσαν ότι με σκότωσε το φάντασμα και δεν πίστευαν ότι ήμουν ζωντανός. Τους πλησίασα ατάραχος και είπα στον Ευατίδη ότι οποιοσδήποτε θέλει μπορεί να κατοικήσει στο σπίτι πλέον άφοβα. Μετά τον πήρα και πήγαμε στο μέρος όπου είχε κατέβει και είχε εξαφανισθεί το φάντασμα. Αφού του υπέδειξα ακριβώς σε ποιο σημείο είχε «διαλυθεί», είπα σε μερικούς από αυτούς που μας είχαν ακολουθήσει από περιέργεια να σκάψουν εκεί. Όταν φτάσανε σε βάθος περίπου μία οργιά, βρέθηκε ένας άνθρωπος σε αποσύνθεση, που είχαν μείνει μόνο τα κόκαλά του, τα οποία πήραν και τα έθαψαν σε άλλο μέρος, όπου έκαναν θυσία στους υποχθόνιους θεούς, σύμφωνα με τα τηρούμενα τυπικά. Από τότε, το φάντασμα δεν παρουσιάστηκε ποτέ στο σπίτι και εγώ ευχαριστήθηκα που έκανα το καθήκον μου, που βοήθησα τον πατριώτη μου.»