Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, την εποχή που αυτή ήταν γεμάτη αλάνες, πρόσφορες για κάθε λογής παιχνίδια. Σε ηλικία 9-10 χρονών περίπου, ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, όλα τα παιδιά της γειτονιάς αρχίσαμε να παίζουμε το καθιερωμένο μας κρυφτό. Είχε πλέον βραδιάσει για τα καλά, όταν εντελώς ξαφνικά και σε απόσταση μόλις δύο οικοπέδων (δεν μπορώ να υπολογίσω σε μέτρα) από εμάς, εμφανίστηκε στον τοίχο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού (δίπλα του δεν είχε άλλα σπίτια) μία «σκιά». Δηλαδή η «σκιά» ενός άντρα που φορούσε μία κάπα με μανίκια (είχε τα χέρια τεντωμένα, σε ημιέκταση να το πω;). Φορούσε επίσης το ψηλό καπέλο σαν αυτό που των ταχυδακτυλουργών, και είχαμε την αίσθηση πως είχε τη πλάτη γυρισμένη σʼ εμάς. Η απόσταση και το σκοτάδι δεν μας επέτρεπαν να καταλάβουμε αν ήταν όντως σκιά ή ένας άνδρας χωρίς σκιά. Φωνάξαμε στο τελευταίο κρυμμένο παιδί να βγει και πως το παιχνίδι τελείωσε. Δύο παιδιά τρέξανε να φωνάξουνε κάποιο μεγάλο, γιατί, όπως ήταν φυσικό, είχαμε κατατρομάξει στη θέα του. Τα δύο παιδιά επέστρεψαν με τη μητέρα τους, ενώ όλη εκείνη την ώρα η «σκιά» έμενε ακίνητη στην ίδια θέση και στάση. Μόλις η μητέρα τους έφτασε στο σημείο απʼ όπου θα μπορούσε να έχει οπτική επαφή, η «σκιά» απλώς εξαφανίστηκε από τα μάτια μας το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί, χωρίς η μητέρα να προλάβει να δει τίποτα. Φυσικά δεν μας πίστεψε, όμως εμείς ξέρουμε πολύ καλά ότι το είδαμε και δεν το φανταστήκαμε.