Αλλά αυτό που σημάδεψε κυριολεκτικά τις εμπειρίες του ήταν η επίσκεψη σ' ένα σπήλαιο στο οροπέδιο του Λασιθίου. Ήταν περίοδος του Πάσχα όταν κατέβηκε μια ακόμα φορά στο νησί, βρισκόταν εκεί με παρέα, επισκέψεις όμως σε τέτοιους χώρους προγραμμάτιζε τις περισσότερες φορές μόνος του. Ανέβηκε στη κοιλάδα Σαγκρίλα του οροπεδίου που βρίσκεται σε ύψος 850 μέτρων και αρδεύεται από 10000 ανεμόμυλους και από εκεί στο πιο απομακρυσμένο χωριό το Ψυχρό. Το σπήλαιο του Δικταίου Άνδρου 200 μέτρα πάνω από το χωριό. Σύμφωνα με τη μυθολογία εκεί γεννήθηκε ο Κρυπτογένης Δίας που αμέσως μετά τον έκρυψαν και των ανέθρεψαν στο Ιδαίον Άντρο. Μεσημέρι έφτασε κοντά στο σπήλαιο ο Αντώνης, αγόρασε ένα κερί για να το χρησιμοποιήσει σαν φωτιστικό μέσο μέσα στο σπήλαιο και δεν δέχθηκε τοπικό οδηγό απ' αυτούς που βρίσκονταν έξω πρόθυμοι στο να ξεναγούν τουρίστες. Από τη κορυφή του βουνού ξεκίνησε να κατεβαίνει το ελικοειδές μονοπάτι που σε κατεβάζει στην είσοδο, δυο-τρεις επισκέπτες βγαίνανε τη στιγμή που αυτός άναβε το κερί του. Μπήκε στο πρώτο διαμέρισμα με τους εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες. προχώρησε στο δεύτερο και κοντοστάθηκε στο σημείο όπου βρέθηκαν σημαντικά αφιερώματα, αναθέματα και ιερά σύμβολα όπως ο χρυσός πέλεκυς. Με την είσοδό του στο τρίτο κατά σειρά διαμέρισμα, αισθάνθηκε μια αέρινη αύρα που τρεμόπαιξε τη φλόγα του κεριού που κρατούσε στο χέρι του. Παρ' όλο που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ολομόναχος, αισθάνθηκε τη παρουσία από τρεις γυναικείες φιγούρες να τον παρατηρούν. Πρόσεξε μια σοβαρότητα και αυστηρότητα στη φυσιογνωμία τους. Του κόπηκε η ανάσα όταν η πρώτη από τις γυναίκες άρχισε να του μιλά. Του μίλησε για το παρελθόν του, το πως αυτός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό του, τις επιδόσεις στα μαθήματα του, τα ενδιαφέροντά του. Ήταν η Άτροπος και του μιλούσε για το παρελθόν του. Το λόγο πήρε η δεύτερη γυναίκα, η Κλωθώ μιλώντας του για το παρόν, για το τι έκανε στη ζωή του, στο πανεπιστήμιο, για το πως και με ποιούς βρισκόταν στο νησί. Ο Αντώνης χαλάρωσε κάπως, μπόρεσε να σκεφθεί, κατάλαβε πως ήταν οι τρεις μοίρες αυτές που εμφνίσθηκαν ξαφνικά μπροστά του και του μιλούσαν. Σκέφτηκε πως η τρίτη θα του ανακοίνωνε το μέλλον του. Δεν έπρεπε να μάθει το μέλλον του, δεν θα έπρεπε να αφήσει τη Λάχεση να πάρει το λόγω και να του μιλήσει. Βρήκε το θάρρος και απλώνοντας το χέρι του προς αυτή να αναφωνήσει "Σταμάτα μοίρα, όχι δεν θέλω να σ' ακούσω δε θέλω να ξέρω για το δικό μου μέλλον!" Και η μοίρα του αποκρίθηκε. "Είναι δυνατόν εσύ να μην το θέλεις, πόσοι άνθρωποι τρέχουν καθημερινά σε μέντιουμ και αστρολόγους να μάθουνε γι αυτό;" Ο Αντώνης οπισθοχώρησε δύο-τρία βήματα και τράπηκε σε φυγή. Στην είσοδο του σπηλαίου ούτε καν αισθάνθηκε μερικά περίεργα βλέμματα καρφωμένα πάνω του, ανέβηκε το ελικοειδές μονοπάτι τρέχοντας και αντί για το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό κατηφόρησε σε μια διπλανή πλαγιά. Στα 100 μέτρα αισθάνθηκε εξαιρετικά εξαντλημένος σαν να τον εγκατέλειπαν τελείως οι δυνάμεις του, κάθησε κάτω από μια αγριελιά και τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε ανανεωμένος, ξεκούραστος και με καλή διάθεση, αλλά μην έχοντας την αίσθηση του χρόνου. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα σκόνη και φύλλα από τα δέντρα. Κατέβηκε στο κοντινό χωριό, στο Ψυχρό κάθησε στο τουριστικό καφέ και παρήγγειλε κάτι να πιει. Εκεί ρώτησε για την ώρα και την ημέρα, διαπίστωσε πως είχαν περάσει επτά ημέρες από την μέραπου επισκέφθηκε το σπήλαιο. Κοιμόταν επτά μέρες και επτά νύχτες και τα γένεια του δεν είχαν μεγαλώσει καθόλου, παρατηρώντας τη φάτσα του σ' έναν καθρέφτη φάνταζε φρεσκοξυρισμένος.