Κάποια στιγμή στη δεκαετία του ʼ80 ο δύτης και ψαράς Δημήτρης Μαυρίκης ανακάλυψε στη Φαγκρού, νοτιοανατολικά της Αλοννήσου, μαζί με το Γερμανό συντηρητή αρχαιοτήτων Πίτερ Βίντερστάιν το μεγαλύτερο ναυάγιο της κλασσικής περιόδου (5ος αιώνας π.Χ.), που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Πάνω του βρέθηκαν 3000-4000 αγγεία, πράγμα που σημαίνει ότι το πλοίο είχε εκτόπισμα πάνω από 100 τόνους! Χάρη στο ξύλινο σκαρί του πλοίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει διασωθεί, βγάζουμε συμπεράσματα που ανατρέπουν τις θεωρίες για τη ναυπηγική της εποχής του : τώρα ξέρουμε ότι τέτοια μεγάλα καράβια δεν πρωτοκατασκεύασαν οι Ρωμαίοι τον 1ο αιώνα π.Χ. όπως πιστεύαμε μέχρι τώρα, αλλά ότι οι Έλληνες τα ναυπηγούσαν τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. Η είδηση ενθουσίασε επιστήμονες και ειδικούς στη ναυπηγική σε όλο τον κόσμο και έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο τομέα αυτό. Και όμως! Ένα τόσο σημαντικό ναυάγιο βρίσκεται αυτή τη στιγμή (Αύγουστος 1998) στο βυθό της Αλοννήσου. Οι πολυδάπανες δε εγκαταστάσεις που στήθηκαν πάνω στο νησί, αφού χρησιμοποιήθηκαν για τις ανασκαφές της Εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) – τον υπεύθυνο κρατικό φορέα για τις υποθαλάσσιες αρχαιότητες στην Ελλάδα – το 1992 και 1993, αχρηστεύονται με τον καιρό. Η άδεια για τη χρήση των ερευνών δεν ανανεώθηκε από τότε, παρʼ όλο που είχαν ήδη ξοδευθεί πάνω από 200 εκατομμύρια δραχμές και παρά το ότι η ΕΟΚ (σημερινή Ε.Ε) είχε χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα Εκπαίδευσης Ανέργων Νέων στην Υποβρύχια Αρχαιολογία, γεγονός που θα κάλυπτε σημαντικά το μεγάλο κενό που έχει η χώρα σε επιστήμονες στον τομέα αυτό.