Στα 1969 είχαμε σχηματίσει μία εταιρεία ερευνών επί των ΑΤΙΑ. Ένας φίλος ονόματι Μ., φοιτητής της ιατρικής, που δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα γιατί ανήκε σε άλλο τμήμα της εταιρείας, ήλθε και μου διηγήθηκε κάτι. Κοντά στην Ομόνοια είχε συναντήσει ένα περίεργο άτομο. Ήταν φοβερά άσχημο, με χρώμα προσώπου σαν το κιτρινοπράσινο που έχει κάποιος πολύ άρρωστος. Σκέφτηκα ότι θα ήταν άρρωστος, αλλά του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο κόσμος περνούσε δίπλα του χωρίς να δίνει καμία σημασία, σαν να μην τον έβλεπαν. Ο άγνωστος κατάλαβε τότε ότι τον κοιτούσαν, γύρισε, κοίταξε το φίλο μου με ένα χαμόγελο-μορφασμό και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Ο φίλος μου είπε ότι κατά την ολιγόστιγμη συνάντηση είχε «παραλύσει από κατάπληξη» και δεν μπορούσε να κινηθεί. Το χαρακτηριστικό χαμόγελο-μορφασμό το διάβασα λίγες μέρες αργότερα στις έρευνες του Κηλ. Ήταν κάτι που δεν είχα προσέξει ως τότε. Έτσι δεν έδωσα σημασία. «Είσαι επηρεασμένος από τις ιστορίες μου», του εξήγησα και το παραδέχθηκε και ο ίδιος. Δέκα λεπτά αργότερα το είχα ξεχάσει. Λίγες μέρες αργότερα με επισκέφθηκε η κ. Χ. Είχε διαβάσει μερικά άρθρα μου και ήθελε να τις εξηγήσω κάτι. Ήταν με μια φίλη της κοντά στην Ομόνοια, όταν μέσα στο κόσμο είδαν ένα παράξενο άτομο με κιτρινοπράσινο αρρωστημένο χρώμα. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν άρρωστος. Τότε όμως πρόσεξαν ότι ο κόσμος περνούσε γύρω του χωρίς να τον προσέχει και την ίδια στιγμή σκέφτηκαν : Μήπως δεν είναι άνθρωπος; Ταυτόχρονα ο άγνωστος στράφηκε. Ένιωσαν ότι δεν μπορούσαν να κινηθούν ή να μιλήσουν. Στο πρόσωπό του φάνηκε ένα χαμόγελο-μορφασμός, μπήκε σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο και χάθηκε. Η παράλυση πέρασε. «Μου τηλεφώνησαν πολλές φόρές ότι θα κάνουν κακό στα παιδιά μου αν μιλήσω», πρόσθεσε η κυρία Η κ. Χ. είναι νέα, Ελληνίδα στην εθνικότητα, αλλά χαρακτηριστικός τύπος δυναμικής Αμερικανίδας και ανάλογη ήταν και η αντίδρασή της. Πρόσεξα όμως κάτι, που δεν πρόσεξε η ίδια. «Φοβάστε;» τη ρώτησα. Το αρνήθηκε με έμφαση. Με μια μηχανική κίνηση όμως, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα μου από το γραφείο και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα. Δυσκολεύτηκα να το ανάψω. Τα χέρια της έτρεμαν. Κατάλαβα ότι, είτε είχε δει κάτι, είτε νόμιζε ότι είχε δει, το πίστευε. Πάντως δεν έδωσα καμία ιδιαίτερη σημασία. Λίγο καιρό αργότερα πήγα σπίτι της, όπου και γνώρισα τον άνδρα και τον αδερφό της. Με τον τελευταίο μάλιστα συναντήθηκα πολλές φορές. Μέχρι και την τελευταία συνάντηση παρουσίαζε έντονα σημεία φόβου. Ήρθε πολλές φορές να μου εξηγήσει κάτι αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν φανερό ότι με υποπτευόταν για κάτι, που δεν μπορούσα να τον πείσω ότι δεν ήμουν συμμέτοχος. Από κάτι πλάγιες ερωτήσεις όπως : «Μπορούμε να βρούμε τον ιδιοκτήτη, αν έχουμε τον αριθμό του αυτοκινήτου;» ή «Μήπως μπορείς να μάθεις αν παρακολουθούν το τηλέφωνό μου;» κατάλαβα τι περίπου συνέβαινε. Λίγο μετά την επίσκεψη της αδερφής του κας Χ., δύο άτομα, ένα από τα οποία ήταν ο προηγούμενος φίλος μου Μ., είχαν μια σειρά από ταυτόσημα όνειρα. «Δεν μπορώ να καταλάβω», είπε ο Μ. «Ήταν εφιάλτης, αλλά δεν υπήρχε τίποτα το εφιαλτικό στις σκηνές». Δεν βαριέσαι, σκέφτηκα. Σύμπτωση, Επηρεασμένοι όλοι. Μια-δυο μέρες αργότερα τηλεφώνησε ο Μ., πανικόβλητος. «Είχα τον ίδιο εφιάλτη χθες βράδυ με πρωταγωνιστή εσένα», είπε. Χαμογέλασα. Το πιο φυσικό; Εγώ ανακατευόμουν με τέτοιες ιστορίες. «Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα και άργησα να κοιμηθώ πάλι». Το βράδυ εκείνο ήταν μόνος στο σπίτι, με τη μητέρα του γιατρό υπηρεσίας σε νοσοκομείο. «Μετά από μια ώρα με πήρε πάλι ο ύπνος και είδα νέο εφιάλτη. Η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και ένα άτομο έκανε την εμφάνισή του στο κατώφλι». Σημειωτέον ότι η πόρτα αυτή είναι εσωτερική. «Είχε κάτι το αφύσικο πάνω του, αλλά δεν ξέρω τι». Συνέχισα να χαμογελώ. Ο ίδιος άλλωστε είχε παραδεχτεί ότι ήταν όνειρο. «Με μια εντελώς φυσική και αδιάφορη κίνηση, πήρε το γατάκι μας στα χέρια του και του έστριψε το λαιμό. Κατόπιν γύρισε και βγήκε έξω». Από τις λεπτομέρειες που μου έδωσε τότε και αργότερα, η πράξη αυτή ήταν κάπως περίεργη. Δεν ήταν σαδιστική, ούτε έμοιαζε με απειλητική προειδοποίηση, όπως θα σκεπτόταν κανείς. Ήτα κάτι φυσικό. Κάτι που δεν χρειαζόταν καμία δικαιολογία. Στις 11 την άλλη μέρα ξύπνησε το φίλο μου η μητέρα του. Οι γείτονες είχαν ξυπνήσει τη νύχτα από ουρλιαχτά γάτας. Το γατάκι τους είχε βρεθεί με σπασμένο λαιμό. Προσέξτε εδώ κάτι. Ο κ. Μ. συνέχιζε να μιλά με το ύφος ανθρώπου που βλέπει όνειρο. Δε μου περιέγραψε το επεισόδιο σαν γεγονός, αν και βρήκαν πράγματι το γατάκι πνιγμένο. Αν κάποιος δεχθεί στα σοβαρά την ιστορία, θα πει ότι δεν ήταν όνειρο, μια και ο φόνος του ζώου ήταν πραγματικός. Ναι, αλλά υπάρχουν δύο περίεργα χαρακτηριστικά. Πρώτον, στο όνειρο το γατάκι πνίγηκε μέσα στο δωμάτιο, ενώ στη πραγματικότητα βρέθηκε στην αυλή. Δεύτερον, στο όνειρο το γατάκι δεν φώναζε, ενώ οι γείτονες το άκουσαν να ουρλιάζει τη νύχτα αρκετά δυνατά ώστε να ξυπνήσουν. Μη ζητήσετε τη γνώμη μου για το τι συνέβη. Θα σας μπερδέψει χειρότερα. Του ζήτησα από το τηλέφωνο να ψάξει στο σημείο που βρέθηκε το ζώο με το μετρητή Γκάιγκερ, μια και το ίδιο το είχε πάρει το αυτοκίνητο του δήμου. Αργότερα, όταν συναντηθήκαμε μου είπε ότι ο μετρητής έδειξε κάποιο ποσοστό ραδιενέργειας, χωρίς να φθάνει σε επικίνδυνα επίπεδα. «Μόνο που δεν είχε μπαταρίες», πρόσθεσε, «και τώρα δε λειτουργεί ούτε με μπαταρίες». Αυτό δεν μου φάνηκε απίθανο, γιατί ο ίδιος μετρητής, είχε περάσει περίεργες ιστορίες στα χέρια μου κάπου αλλού, με ανάλογη συμπεριφορά. Στη γενική συνάντηση που ακολούθησε, ζήτησα να μου περιγράψει το πλάσμα. Δεν μπορούσε. Σχεδίασα τότε το περίγραμμα ενός προσώπου. «Κάπως μυτερά αυτιά». Τα σχεδίασα. Μάτια; ρώτησα. «Μεγάλα και λοξά». Τα πρόσθεσα στο σκίτσο. Μύτη; ρώτησα. «Κοινή». Σκιτσάρισα και τη μύτη. «Όχι, δε μοιάζει». Έσβησα τη μύτη και τότε θυμήθηκα κάτι. Στο βιβλίο του Φούλλερ υπήρχε ένα σκίτσο που είχε ζωγραφίσει η κα. Χιλλ (Σημ. Aragorn : Ψάξτε για την απαγωγή των Χιλλς) σε κατάσταση υπνώσεως στο γραφείο του ψυχιάτρου. Η ιστορία του Μ, ταίριαζε με των Χιλλ (Σημ. Aragorn : Ε, όχι και τόσο!). Του έδειξα τη φωτογραφία του σκίτσου. «Ναι, έτσι ακριβώς ήταν». Ένα πρόσωπο με μεγάλα λοξά μάτια και αντί για μύτη, δύο τρύπες μόνο στα ρουθούνια. Τον καθησύχασα όσο μπορούσα, λέγοντάς του ότι ήταν εφιάλτης. Μετά από καιρό, στη τελευταία μας συνάντηση, ο αδερφός της κας Χ. με ρώτησε αν είχα ακούσει καμία περίπτωση με χαρακτηριστικά, που περιέγραψα ήδη στη προηγούμενη περίπτωση και στην υπόθεση Χιλλ. Του έδωσα να διαβάσει το βιβλίο του Φούλερ. Έδειχνε τρομαγμένος. Σημειώστε ότι δεν γνώρισε ποτέ τον κ. Μ. Η όλη ιστορία είτε ήταν δύσκολο να ερευνηθεί τότε. Μετά από μια σειρά ερευνών του τμήματός μας, ακολούθησε μια απότομη διάλυση. Πρώτος ο επιμελητής του τμήματος κ. Α. μου έστειλε ένα απειλητικό σημείωμα, γιατί είχε τις ίδιες περίπου υποψίες με τον αδερφό της κας Χ. Δεν τον ξαναείδα. Ο δεύτερος, φοιτητής των μαθηματικών, έπαθε νευρικό κλονισμό, πήγε στην αστυνομία και είπε απίθανα πράγματα και δικαίως δεν τον πίστεψε κανείς. Κατόπιν άρχισε να τηλεφωνεί στα σπίτια των μελών προσπαθώντας να τα τρομοκρατήσει ώστε να αποσυρθούν. Το πλέον δραστήριο μέλος, ο κ. Μ. – όχι ο προηγούμενος κ. Μ. – χάθηκε απότομα. Έστειλα να τον βρουν σπίτι του. Είχε μετακομίσει οικογενειακώς. Η αστυνομία της περιοχής μας πληροφόρησε τη νέα του διεύθυνση. Εκεί βρήκαν μόνο συγγενείς του, που εξήγησαν ότι αντιμετώπιζε ορισμένα προβλήματα, που τον ανάγκαζαν να μην μπορεί να εμφανιστεί. Ο ένας μετά τον άλλο βρέθηκαν μέσα σε λίγες μέρες να έχουν «προβλήματα» και τελικά, από όλους όσους είχαν ασχοληθεί με μια συγκεκριμένη έρευνα, δεν έμεινε κανείς.