Κοντά σʼ αυτούς τους βασιλείς, είναι στημένος ο ανδριάντας του Θασίου Θεαγένη, γιου του Τιμσθένη. Οι Θάσιοι όμως λένε ότι ο Θεαγένης δεν ήταν γιος του Τιμοσθένη, αλλά ότι ο Τιμοσθένης ήταν ιερέας του Θασίου Ηρακλή, που το φάντασμά του εμφανίστηκε με τη μορφή του Τιμοσθένη και πλάγιασε με τη μητέρα του Θεαγένη. Λένε ακόμη ότι, όταν το παιδί ήταν εννέα ετών, καθώς επέστρεφε μια μέρα στο σπίτι του από το σχολείο, πήρε το χάλκινο άγαλμα ενός θεού που του άρεσε από την αγορά όπου ήταν τοποθετημένο και το μετέφερε στον ώμο του. Οι κάτοικοι εξοργίστηκαν με αυτή τη συμπεριφορά, αλλά μερικοί επιφανείς γέροντες της πόλης δεν τους άφησαν να θανατώσουν το παιδί. Το διέταξαν όμως να φέρει το άγαλμα από το σπίτι του πίσω στην αγορά. Το αγόρι υπάκουσε και έγινε ξακουστό για τη δύναμή του, ενώ αυτό που είχε κάνει έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ελλάδα.