Την Καθαρά Δευτέρα του 1948 είχα πάει με το αφεντικό μου και τη σύζυγό του Ευσταθία στην Αίγινα , πραγματοποιώντας την πρώτη μου προσκυνηματική επίσκεψη στον τάφο του προστάτου μου αγίου Νεκταρίου ο οποίος βέβαια τότε δεν είχε επίσημα ανακηρυχθεί. Στη συνείδηση όμως όλων ήταν άγιος. Το καραβάκι που μας μετέφερε λεγόταν " Καλαμάρα " . Ηγουμένη ήταν η Κασσιανή Παπαδάκη από την Κρήτη. Ο τάφος δεν είχε γύρω του το σημερινό παρεκκλήσιο. Ήταν χαμηλός κι είχε ένα κιόσκι από πάνω. Μια μικρή εικόνα και μια βιτρινούλα με λιγοστά αφιερώματα. Αφού προσκυνήσαμε ,μας οδήγησαν στο κελάκι του. Εγώ γύρισα πίσω, στον τάφο, αφήνοντας τους υπόλοιπους στο χώρο της βιβλιοθήκης του Αγίου. Θυμάμαι ψιλόβρεχε. Είχα καρφώσει το βλέμμα μου στο μνήμα και δεν έλεγα να ξεκολλήσω! Ρώτησα με αρκετή δόση παιδικής αφέλειας τη Μοναχή Νεκταρία που βρισκόταν εκεί κοντά: - Είναι στα αλήθεια ο άγιος Νεκτάριος εκεί μέσα; - Ναι, παιδί μου, εκείνος είναι. Δυσκολευόμουν να πιστέψω πως βρισκόμουν τόσο « κοντά » στον Άγιο. Σκύβω στον τάφο. Γονατίζω κι αγκαλιάζοντάς τον ,του λέω με απλότητα: " Άγιε Νεκτάριε, λένε πως είσαι άγιος. Εγώ όμως δεν σε πιστεύω! Για να σε πιστέψω πρέπει να μου δείξεις κάτι: Ναι ή όχι, θα γίνω κληρικός;" ! Έχοντας μάλιστα την « απαίτηση » για άμεση απάντηση , βάζω το αυτί μου στην πλάκα. Ακούω τότε έναν θόρυβο σαν να φτερούγιζε περιστέρι! Κι αμέσως μετά, μια γεροντική φωνή: « Θα γίνεις και θα πάρεις και το όνομά μου! ». Πετάχτηκα πάνω. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από χαρά. Δεν είπα τίποτα σε κανένα. Βγήκα έξω από τον περίβολο κι άρχισα να βηματίζω πάνω-κάτω για να γνωρίσω την περιοχή. Βρέθηκα έξω από το κοιμητήριο. Πάνω στην ώρα, να σου και το αφεντικό μου που σκόπευε μάλιστα να φτιάξει τον κοιμητηριακό ναό ,αφιερωμένο στον Ταξιάρχη. Κάποια στιγμή βλέπω έναν ιερέα να βαδίζει πάνω στον μαντρότοιχο του κοιμητηρίου. - Κυρ- Γιάννη, λέω στο αφεντικό ,για δες εκεί πάνω. Ένας παπάς περπατά στον τοίχο... - Ποιος ; Που ; Τι λες μωρέ; - Νάτος , αφεντικό, μα δεν τον βλέπεις που περπατά με το φαναράκι; Νάτος! - Βρε Βασιλάκη, δεν βλέπω τίποτα… Μπα σε καλό σου! Εκεί που τα έλεγα αυτά, ο ιερεύς πήδηξε στο έδαφος. Τον θόρυβο τον ακούσαμε και οι δύο. Εγώ όμως τον είδα κιόλας. Άμα κατάλαβα καλά πως αυτά που έβλεπα ολοφάνερα, ο κυρ- Γιάννης δεν μπορούσε να τα δει, τα χρειάστηκα κι έπεσα λιπόθυμος. Με πήγαν στην κουζινίτσα του ξενώνα. Με ξάπλωσαν σε ένα μικρό καναπέ. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα συγκινημένους τα αφεντικά μου και δύο καλόγριες να κάνουν τον σταυρό τους που συνήλθα. Στο πάνω μέρος του δωματίου ήταν ένας φεγγίτης. Είχα τα μάτια μου ορθάνοιχτα ,καρφωμένα στο φεγγίτη, όπου μέσα σε μια περίεργη λάμψη πηγαινοερχόταν βιαστικά ένας παπαδάκος που το ανάστημά του δεν ξεπερνούσε τα πενήντα εκατοστά! " Αφεντικό", φωνάζω σαστισμένος, « κοίτα στο φεγγίτη. Ένας παππούλης τρέχει μπρος-πίσω! ». Ο κυρ- Γιάννης , η γυναίκα του κι οι καλόγριες δεν έβλεπαν τίποτα! Σαν ξημέρωσε ο Θεός .πήγαμε να χαιρετίσουμε την ηγουμένη για να φύγουμε. Το αφεντικό μου της εξιστόρησε τα καθέκαστα. Εκείνη τότε είπε: « Ναι κυρ-Γιάννη, αυτά που είδε το παιδί είναι πολύ φυσικά, γιατί ο άγιος Νεκτάριος είναι θαυματουργός και πάντοτε βρίσκεται ανάμεσά μας. Ένας λόγος παραπάνω ,που ο Βασιλάκης τον επικαλέστηκε με την άδολη διάθεσή του. Μη σας παραξενεύει το γεγονός » . Τους άφησα πάλι μόνους κι έτρεξα στον τάφο του Αγίου να τον αποχαιρετίσω: - Άγιε Νεκτάριε, σε παρακαλώ αξίωσέ με να ξανάρθω με ράσο να σε προσκυνήσω. Αλλιώς, καλύτερα… να πεθάνω! Τρίτη 6 Απριλίου του 1948 ήταν. Δεν θα την ξεχάσω τη μέρα όσο ζω. Φύγαμε. Τη νύκτα της Πέμπτης 8 Απριλίου ,είδα στο όνειρό μου πως βρέθηκα και πάλι στο μοναστήρι του Αγίου. Έτρεξα στον τάφο του που ήταν περιτριγυρισμένος από πολύ κόσμο. Ο Άγιος είχε βγει από τον τάφο! Τον έβλεπα από τη μέση και πάνω. Φορεμένος ήταν με την αρχιερατική του στολή ,δίχως τη μήτρα. Λαχτάρισε η καρδιά μου και του φωνάζω τρέχοντας προς τη μεριά του: - Άγιε Νεκτάριε πες μου, θα γίνω παπάς; Ναι ή όχι; Κούνησε το κεφάλι του σα να μου έλεγε « ναι ,θα γίνεις » ! Ύστερα κρύφτηκε μεμιάς μέσα στον τάφο κι η πλάκα έκλεισε μαγκώνοντας ένα μέρος από το πετραχήλι του. Έσκυψα και το φίλησα. Ξύπνησα. ] Από το βιβλίο « Ο Γέροντας Νεκτάριος » Μανώλης Μελινός