Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Μιχάλης είμαι 31ετών και από την πιο μικρή μου ηλικία πίστευα ότι ήμουνα απ' τα λίγα άτομα που είχε μία παράξενη μεταφυσική συμπεριφορά από άλλη διάσταση. Χάρη στη σελίδα σας ανακάλυψα ότι είμαι ένας από τους πολλούς που δεν είναι τυχαία όλα αυτά που βιώνουν και μεγαλώνουν μαζί με την ηλικία μου. Κανένας από όλους τους φίλους που έχουνε γράψει και που θα γράψουνε στη σελίδα σας δεν είναι ούτε λοξός ούτε τα έχει χαμένα ούτε κάτι άλλο που πιστεύουν όλοι οι άλλοι που δεν έχουν αυτό το χάρισμα. Ονομάζω αυτό που ζούνε όλοι οι φίλοι (που μοιράζονται μαζί μας τη δική τους ιστορία) χάρισμα γιατί σε όλη την οικουμένη τα άτομα που το έχουν το χάρισμα αυτό μετριούνται στα δάκτυλα των χεριών μας. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι μια από τις χιλιάδες που έχω βιώσει. Σε ηλικία 16 ετών μαθητής λυκείου τότε ήτανε χειμώνας και έμενα με την οικογένειά μου στα βόρεια προάστια της Αθήνας.(Σημ. Aragorn : Μετά από επικοινωνία μου με τον Μιχάλη έμαθα πως το περιστατικό συνέβη στην Εκάλη) Ήτανε ξημερώματα και έκανε τσουχτερό κρύο. Οι γονείς μου είχαν αποκοιμηθεί στο σαλόνι με κουβέρτες γιατί τους άρεσε να κοιμούνται δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιό μου. Ξάφνου ακούω μέσα στον ύπνο μου μια χαμηλόφωνη φωνή να μου λέει: "τρέχα γρήγορα στους γονείς σου". Εγώ νομίζοντας ότι ήταν η αδερφή μου της είπα :"άσε με τώρα, κοιμάμαι. Για ποιο λόγο να πάω στους γονείς μου;" Η φωνή δυναμώνει και μου λέει με ένταση:"τρέχα γρήγορα στους γονείς σου". Αλλά ακούστηκε ακριβώς δίπλα από το κρεβάτι μου, σχεδόν δίπλα στο προσκεφάλι μου. Εγώ γυρίζω εκείνη την στιγμή προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή και την ώρα που γυρίζω αντικρίζω ένα ψηλό μαυροφορεμένο σαν να φοράει μπέρτα πάνω από 2,5 μέτρα χωρίς πρόσωπο και χέρια χωρίς να μπορώ να διακρίνω τι ακριβώς φορούσε να μου φωνάζει με πολύ έντονο και επιθετικό ύφος:"τρέχα γρήγορα στους γονείς σου". Εγώ δεν είναι ότι τρόμαξα αλλά παραξενεύτηκα και πέρασα από μέσα του τρέχοντας στο μεγάλο διάδρομο που χώριζε το δωμάτιό μου από το σαλόνι σχεδόν με μισόκλειστα μάτια από τον ύπνο, φωνάζοντας: "Μαμά, μπαμπά, είσαστε καλά;" Φτάνοντας στους γονείς μου είχανε σηκωθεί από τις φωνές μου και ετοιμαζόντουσαν να με βρίσουν γιατί τους ξύπνησα και με ρωτούσαν τι είναι αυτό που με είχε τρομάξει. Εγώ τότε συνειδητοποιώ ότι αυτό που με είχε πει να τρέξω στους γονείς μου δεν ήταν άνθρωπος ούτε κάποιος από την οικογένεια και αρχίζω να διηγούμαι αυτό που είχε γίνει στους γονείς μου. Μόλις τους τα διηγήθηκα όλα μου είπαν ότι ήταν όνειρο, πως έχω μεγαλώσει πια και καλό θα ήταν να πάω πάλι για ύπνο. Πριν ολοκληρώσει καλά - καλά τη φράση αυτή ο πατέρας μου η φωτιά στο τζάκι φουντώνει απότομα κάνει ένα εκκωφαντικό θόρυβο το μεγάλο κούτσουρο που ήταν μέσα στο τζάκι και αναμμένο πετάγεται έξω από την σκάρα του τζακιού επάνω στη φλοκάτη που βρισκόταν μπροστά στον καναπέ που προηγουμένως κοιμόντουσαν οι γονείς μου. Και δεν φτάνει μόνο αυτό μου λέει ο πατέρας μου μιας και είσαι εκεί ξαναβάλε το κούτσουρο στο τζάκι χωρίς να συνειδητοποιεί πως αν δεν είχα φτάσει έγκαιρα θα είχαμε καεί όλοι ζωντανοί αν δεν μας είχε προειδοποιήσει το πνεύμα γιατί όλα τα πατώματα ήταν ντυμένα με ξύλο.