Αργά μια νύχτα στην επαρχιακή πόλη των Γιαννιτσών το 1950, ο Σιδέρης Γιαλαμούδης και η οικογένειά του αναστατώθηκαν όταν άκουσαν δυνατούς, υπόκωφους ήχους να έρχονται από το υπόγειο του σπιτιού. Όταν κοίταξαν έξω από το σπίτι είδαν έναν αριθμό από ανθρώπινες σκιές να κινούνται τριγύρω. Τρομοκρατημένοι βγήκαν τρέχοντας το δρόμο καλώντας βοήθεια από τους γείτονες (Σημ. Aragorn : Δεν φοβήθηκαν να βγουν έξω με τόσες σκιές; Από την άλλη ίσως να φοβόντουσαν περισσότερο να μείνουν στο σπίτι). Την επόμενη νύχτα πολλοί από τους γείτονες προσφέρθηκαν εθελοντικά να μείνουν μαζί τους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ξαφνικά τα μεσάνυχτα η θερμάστρα άνοιξε από κάποια άγνωστη δύναμη και μικρές φλόγες διασκορπίστηκαν στο πάτωμα. Πολλοί ήταν σίγουροι πως είδαν μια σκιά να πλησιάζει τη θερμάστρα πριν ανοίξει. Οι Γιαννιτσιώτες όμως είναι σκληραγωγημένοι και έτσι αποφάσισαν να υιοθετήσουν μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να κυνηγούν λύκους για να προσδιορίσουν τη ταυτότητα των φαντασμάτων. Την επόμενη νύχτα κάλυψαν το πάτωμα του υπογείου με στάχτες έτσι ώστε να φανούν οι πατημασιές των εισβολέων και επίσης κάλυψαν το σπίτι με ένα «σιδερένιο δαχτυλίδι» από οπλισμένους ανθρώπους. Παράξενοι ήχοι ακούστηκαν σε μια ευρεία ακτίνα και κάτι μετακινούσε τα έπιπλα όπως και άλλα πράγματα μέσα στο σπίτι. Το πρωί οι άνθρωποι εξέτασαν τη στάχτη που είχαν σκορπίσει στο πάτωμα και βρήκαν πολλά αποτυπώματα αλλά όλα έμοιαζαν σαν να ήταν από δίποδες κατσίκες, δίποδα πρόβατα και γουρούνια. Κανείς τους δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Για το καλό της υγείας της οικογένειας αποφασίστηκε να χτίσουν ένα άλλο σπίτι και να φύγουν από το παλιό. Στο μεταξύ σε ανασκαφές που γίνονταν στη γειτονιά βρέθηκαν αρκετοί σκελετοί με κράνη και πανοπλίες. Το στοίχειωμα του σπιτιού σχεδόν ξεχάστηκε από τους περισσότερους όταν δυνατοί ήχοι ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Οι κάτοικοι άρχισαν να σκάβουν σε όλο το χωριό και να βγάζουν σκελετούς και πίστεψαν πως ήταν τα υπολείμματα αρχαίας μάχης και πως αυτοί ήταν υπεύθυνοι για το στοίχειωμα του σπιτιού.