Πριν από δεκαπέντε χρόνια, περίπου, τη θέση που κατέχουν σήμερα τα κτίρια του Ησυχαστηρίου του Μήλεσι, την κατείχαν μικρολοφίσκοι και μόνο η διαμόρφωση του εδάφους απαιτούσε σημαντικά χρηματικό ποσά και πολλές εργατοώρες. Έτσι, ο Παππούλης, όταν άρχισε να θέτει σε εφαρμογή τα σχέδιά του, για την ανοικοδόμηση του Ησυχαστηρίου, συνάντησε οικονομικές δυσκολίες. Και τις δυσκολίες αυτές τις συζητούσαμε μαζί, αλλά λύσεις δεν βρίσκαμε. Διότι: «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων, ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων»! Παρά ταύτα, ο Παππούλης δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζονται εύκολα. Και δεν παρέδιδε ποτέ τα όπλα του. Και τούτο, γιατί είχε μεγάλη πίστη στο Θεό! Όλες τις ελπίδες του τις είχε εναποθέσει σε Εκείνον. Ωστόσο, το οικονομικό πρόβλημα τον απασχολούσε πάρα πολύ. Ιδιαίτερα, η δυσκολία του έγινε πιο έντονη, αλλά και πιο έκδηλη, όταν ήλθε η στιγμή της εκδόσεως της οικοδομικής αδείας. Η δαπάνη της ήταν πολύ μεγάλη. Και θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν τη μελέτη και το σχεδιασμό δεν τα είχε αναλάβει, ανιδιοτελώς, ένα πνευματικό παιδί του Παππούλη. Για το λόγο αυτό, με κάλεσε ο πατήρ Πορφύριος και μιλήσαμε, για τον τρόπο εξεύρεσης των χρημάτων. Του υποσχέθηκα να κάνω ό,τι ήταν δυνατόν. Παρά ταύτα, όταν έφυγα, τον άφησα πολύ προβληματισμένο. Σχεδόν θλιμμένο. Ήταν, ίσως, η πρώτη φορά που είδα τον Παππούλη έτσι. Μετά από ένα 10ήμερο επισκέφθηκα ξανά τον Παππούλη. Από μακριά άρχισε να μου χαμογελά. Έδειχνε πολύ χαρούμενος και ενθουσιασμένος. Δεν είχε καμία σχέση με εκείνον τον πατέρα Πορφύριο, που είχα αφήσει προ 10ημέρου. — Παππούλη, σας βλέπω πολύ χαρούμενο. Τι σας συμβαίνει; — Πώς με καταλαβαίνεις ευλογημένε... Από μακριά διαβάζεις τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου... — Μα την τελευταία φορά σας άφησα πολύ στενοχωρημένο. Τι έγινε, λύθηκε το πρόβλημα, που τόσο σας απασχολούσε; — Το έλυσε ο Θεός! Για Εκείνον δεν υπάρχουν προβλήματα χωρίς λύση. Μόνο που εμείς δεν έχουμε υπομονή. Και δεν έχουμε υπομονή, γιατί δεν έχουμε πίστη. Εάν είχαμε πίστη βαθιά και όχι επιφανειακή, τότε και υπομονή θα είχαμε και λύσεις θα είχαμε στα προβλήματά μας. Αλλά, τι σου τα λέω εσένα; Αφού πρώτος εγώ δεν έχω μεγάλη πίστη. Αλλά, από έναν αμαρτωλό σαν κι εμένα, τι πίστη να περιμένει κανείς; — Εάν εσείς είστε αμαρτωλός, Παππούλη, τότε εμείς τι να πούμε και τι να κάνουμε; Ασφαλώς δεν μας απομένει, παρά να δέσουμε μια πέτρα στο λαιμό μας και να πέσουμε μέσα στα βαθιά νερά του Ευβοϊκού, που είναι και κοντά μας, για να πνιγούμε... — Όλοι στην ίδια μοίρα βρισκόμαστε. Και όλους το έλεος του Θεού θα μας σώσει. Από μόνοι μας, δεν μπορούμε να σωθούμε. Τώρα, θα σου διηγηθώ κάτι σπουδαίο, για να θαυμάσεις κι εσύ, με τη σειρά σου, το μεγαλείο του καλού μας Θεού. Την ημέρα που έφυγες, πράγματι, με άφησες πολύ προβληματισμένο, εξαιτίας του γνωστού οικονομικού προβλήματος. Και ο προβληματισμός μου ήταν απολύτως δικαιολογημένος. Εξάλλου το γνωρίζεις. Την επομένη, όμως, ήλθε και με συνάντησε μια άγνωστη και ευγενική κυρία. Μόλις με είδε, με ρώτησε: Εσείς είστε ο πατέρας Πορφύριος; Και με το «ναι» που της είπα, έπεσε στα πόδια μου, μου τα αγκάλιασε σφιχτά και μου τα φιλούσε! Μου φιλούσε ακόμη και τα παπούτσια μου! Και με κλάματα και ικετευτικές φωνές, ζητούσε να της κάνω καλά το ετοιμοθάνατο παιδί της. Ήταν τέτοιες οι φωνές της γυναίκας αυτής, που ράισαν την καρδιά μου. Εξάλλου, η πίστη της ήταν τόσο μεγάλη, που με έκανε να δακρύσω από συγκίνηση. Έτσι αυθόρμητα, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω, σήκωσα ψηλά τα χέρια μου και ζήτησα από τον Κύριο να την λυπηθεί και να θεραπεύσει το παιδί της. Η απάντηση ήταν άμεση και θετική! Σήκω, της λέω. Μην κλαις. Το παιδί σου έγινε καλά! Εκείνη, όμως, εξακολουθούσε να φιλά τα πόδια μου και να με ικετεύει, για να κάνω το παιδί της καλά. Δεν εννοούσε να σταματήσει με τίποτε. Κατέβαλα μεγάλες προσπάθειες, για να την πείσω, ότι το παιδί της έγινε καλά, αλλά του κάκου. Εκείνη φώναζε πιο δυνατά: Άγιε Πατέρα, σώσε το παιδί μου! Το πήγα σε όλα τα κράτη του κόσμου, στους καλύτερους καθηγητές, στα μεγαλύτερα νοσοκομεία και κανείς δεν μπόρεσε να το γιατρέψει. Όλοι μου είπαν πως σύντομα θα πεθάνει! Το παιδί μου πεθαίνει! Βοήθησέ το Άγιε του Θεού... Όταν την είδα σ’ αυτή την κατάσταση, την λυπήθηκε η ψυχή μου. Σκύβω και την πιάνω από τους ώμους και με όλη μου τη δύναμη προσπάθησα να τη σηκώσω όρθια, αλλά στάθηκε αδύνατο. Είχε γαντζωθεί στα πόδια μου και ήταν αδύνατο να την ξεγαντζώσω! Στο μεταξύ, της επαναλάμβανα ότι το παιδί της έγινε καλά. Αλλά εκείνη είτε δεν άκουγε, επειδή φώναζε και έκλαιγε συνεχώς, είτε δεν πίστευε ότι της έλεγα αλήθεια. Και μάλλον το δεύτερο συνέβαινε. Γιατί όταν με τη φώτιση του Θεού ανέφερα και το όνομα του παιδιού της, που ούτε το γνώριζα, ούτε μου το είπε κανείς, σηκώθηκε αμέσως επάνω και μου φιλούσε ακατάπαυστα τα χέρια μου και συνεχώς με ευχαριστούσε με δάκρυα, που έτρεχαν ποτάμι από τα κατακόκκινα μάτια της! Χρειάστηκε πολύς χρόνος, για να συνέλθει η γυναίκα αυτή, από τις συγκλονιστικές σκηνές που είχαν διαδραματιστεί από την ίδια, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των τόσων άλλων παρευρισκομένων εκεί. Τελικά το θαύμα έγινε! Το παιδί της έγινε καλά. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, βρήκε το παιδί της υγιές!!! Οι γιατροί που το εξέτασαν, το βρήκανε να είναι εντελώς καλά. Η ασθένειά του εξαφανίσθηκε! Ο θάνατος εστράφη... προς τα οπίσω. Το παιδί έζησε. Όλοι οι γιατροί παραδέχτηκαν ότι έγινε μεγάλο θαύμα. Οι γονείς και οι συγγενείς του ετοιμοθάνατου μικρού Θεσσαλονικιού χαίρονται και αγάλλονται! Πανηγυρίζουν, κυριολεκτικά, για το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής τους. Και, αμέσως, η πρώτη τους δουλειά, ήταν να με ενημερώσουν για το θαύμα. Για το θαύμα, που ακόμη δεν μπορούσαν να πιστέψουν... ...Και ενώ αυτά συνέβαιναν στη Θεσσαλονίκη, παιδί μου –συνεχίζει ο Παππούλης- και εγώ, εδώ, δόξαζα νυχθημερόν το Άγιο όνομα του Μεγάλου Θεού μας, που εισάκουσε τη δέηση εμού, του αμαρτωλού και έσωσε από βέβαιο θάνατο το άρρωστο παιδάκι, σήμερα, πρωί-πρωί ο Μηχανικός (πνευματικό μου παιδί), μου έφερε το λογαριασμό της οικοδομικής αδείας, που ανέρχεται στο ποσό των 100.000 δραχμών, χωρίς ο ίδιος να πάρει την παραμικρή αμοιβή. Το γεγονός αυτό με δυσκόλεψε πάρα πολύ. Γιατί, όπως σου είπα την τελευταία φορά που είχες έλθει να με δεις, δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για την κάλυψη των αμέσων αναγκών, που –όπως γνωρίζεις- είναι μεγάλες. Και ενώ το πρόβλημα της εξευρέσεως των χρημάτων της οικοδομικής αδείας άρχισε να με απασχολεί με ειδοποιούν ότι έφθασε στο όνομά μου επιταγή ονομαστικής αξίας εκατό χιλιάδων δραχμών όση, δηλαδή, και η αξία της οικοδομικής αδείας. Θαύμα Μέγα! Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, όταν βεβαιώθηκε οριστικά για το θαύμα που έγινε στο ετοιμοθάνατο παιδί της, θέλησε, με τον τρόπο αυτό, να εκφράσει την ευγνωμοσύνη προς τον Πανάγαθο Θεό, που χάρισε την υγεία και την ίδια τη ζωή στο παιδί της. Πήρε, λοιπόν, και ταχυδρόμησε το ποσό των 100.000 δραχμών, που κατά θεία παραχώρηση, συμπίπτει με το ποσό της οικονομικής αδείας! Εδώ, πραγματικά, βλέπει κανείς το μεγαλείο του Θεού. Ποιος μπορούσε να φαντασθεί ότι η μεγάλη πίστη της μητέρας του παιδιού θα γινόταν αιτία δύο απανωτών θαυμάτων; Της θεραπείας, δηλαδή, του παιδιού αφ’ ενός και αφ’ ετέρου της αρχής της θεμελίωσης ενός πολύ σπουδαίου και θεάρεστου έργου, που μέλλει να στεγάσει και να φιλοξενήσει για αιώνες χιλιάδες ψυχές και να γίνει μια πραγματική κυψέλη της Ορθοδοξίας; Γιατί αμφιβάλλεις για αυτά που σου λέω; Ε, να θυμάσαι, πως εδώ, ύστερα από χρόνια, θα γίνεται ό,τι γίνεται σήμερα με την Παναγία της Τήνου! Και τότε θα λες: Είχε δίκιο ο Παππούλης... («Ο πατήρ Πορφύριος, ο διορατικός, ο προορατικός, ο ιαματικός», του Ανάργυρου Ι. Καλλιάτσου, ε΄ έκδοση, σελ. 111-117).