Την 1η Ιουλίου 1936 βρίσκονταν στην Τήνο ο αρχιεπίσκοπος της Αθήνας Σεβ. Ιωάννης Φιλιππούσης κι ο επίσκοπος Σαντορίνης Σεβ. Τιμόθεος Ρεμούνδος, με την ευκαιρία που στις 29-6-1936 γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια από την ανέγερση του ενοριακού Ναού της Ξυνάρας. Οι δυο αρχιερείς πριν αναχωρήσουν από την Τήνο για τις έδρες τους, θέλησαν να επισκεφτούν το Βρυσί και να λειτουργήσουν εκεί. Τους συνόδεψαν διάφοροι κάτοικοι των γύρω χωριών, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι οι γονείς του επισκόπου Ρεμούνδου Αλοϋσιος (75 χρονών) και Ειρήνη. Μετά τη Θ. Λειτουργία, κάθισαν να φάνε κάτι και κουβεντιάζοντας έλεγε ο καθένας τις χάρες που είχε λάβει από την Παναγία του Βρυσιού. Ανάμεσα σ’ όλους είπε κι ο μπάρμπα- Λούης τη δική του περίπτωση. Η περίπτωση αυτή έκαμε τόση εντύπωση στον Σεβ. Φιλιππούση, που σηκώθηκε πήρε το Ευαγγέλιο και έβαλε τον μπάρμπα - Λούη να ορκιστεί για όσα διηγήθηκε που τα κατέγραψαν την ίδια στιγμή. Σύμφωνα μ’ αυτή την ένορκη κατάθεση, ο μπαρμπα-Λούης υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στα 1884-1885 στην Αθήνα, στο μηχανικό και πιο συγκεκριμένα στο πυροσβεστικό. Ενώ μια μέρα καθάριζε το θάλαμο, ένας στρατιώτης λεγόμενος Τσαπάρας, που είχε τρελαθεί, όρμησε πάνω του μ’ ένα μαχαίρι σπετσιώτικο και του το κάρφωσε στο στήθος, λίγα χιλιοστά μακριά απ’ την καρδιά και σε βάθος μια σπιθαμή κι ένα δάκτυλο, όπως σημείωσαν οι γιατροί στο ιατρικό σημείωμα. Το αίμα έτρεχε σαν βρύση και 17 στρατιωτικοί γιατροί που τον κοίταξαν κατάλαβαν την απελπιστική κατάσταση του τραυματία και τον έστειλαν πίσω στο σπίτι του για να πεθάνει κοντά στους δικούς του. Υπήρχε τότε στην Τήνο, ένα τηνιακός γιατρός. ο Ζαλώνης, που ήταν στενός φίλος της οικογένειας και με τις γνωριμίες που είχε κατάφερε να πάει τον τραυματία στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Σύρας, σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου έμενε μαζί κι η μητέρα του για συντροφιά. Η κατάσταση παρέμενε συνεχώς απελπιστική. Ο τραυματίας, όμως δεν ξεχνούσε καθημερινά να προστρέξει στην Παναγία του Βρυσιού και να την παρακαλέσει για την υγεία του. Τη νύχτα του 15αυγούστου, τη μέρα της γιορτής της, «είδα», διηγείται ο ίδιος, «να λάμψει όλη η κάμαρα και είδα μια Κυρία, την οποία επήρα για την Παναγιά μας να με πλησιάζει και κρατούσε στο χέρι ένα άσπρο πανί σαν μαντήλι. Άρχισα να φωνάζω: «νενέ, νενέ, η Παναγιά μας». Η Κυρία, όμως, μ’ επλησίασε και σφούγγιξε τρεις φορές το μέρος της πληγής με το άσπρο πανί κι εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε, κατά το συνήθειο ο νοσοκόμος ν’ αλλάξει την πληγή. Μόλις σηκώνει τα πανιά, αντί να δει το πύον, βλέπει ένα σημάδι κόκκικο. Καταλαβαίνει πως κάτι το έκτακτο συνέβαινε και τ’ αφήνει όλα περιμένοντας να έρθουν οι γιατροί. Όταν αργότερα ήρθαν οι γιατροί παρατήρησαν πως ήμουν τελείως θεραπευμένος. Την άλλη μέρα, στις 16 Αυγούστου, γύρισα όλως διόλου καλά, στο σπίτι μου, στο Σμαρδάκιτο. Πώς θέλεις Δέσποτά μου, να μην αγαπώ εγώ την Παναγιά μας; Όλα τα χρωστώ σ’ αυτή και για τούτο της έδωσα το καλύτερο χωράφι μου».