Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή, όπως μου τα είπαν οι καλόγεροι και ο ηγούμενος της Μονής και όπως τα αναφέρουν οι διάφοροι μελετητές και το χειρόγραφο με τίτλο "ΔΙΗΓΗΣΙΣ" που βρίσκεται στο Μοναστήρι. Στο σημερινό Μεταξοχώρι (τότε Κακό Χωριό), 2 χιλιόμετρα απ' το Μοναστήρι, είχε κτήματα ο ενετοκρητικός άρχοντας (φεουδάρχης), Λαγγουβάρδος, ο οποίος είχε χτίσει στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Μονή, ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο για να εκκλησιάζονται οι Χριστιανοί που δούλευαν στα κτήματά του. Σ' αυτό το εκκλησάκι διανυκτέρευσε κατάκοπος απ' την πεζοπορία ο μοναχός Παΐσιος, καθώς πήγαινε από τη Μονή Απεζανών όπου ζούσε μέχρι τότε, στη Μονή Αγκαράθου, για να συνεχίσει εκεί τον υπόλοιπο μοναχικό του βίο και να αποφύγει έτσι τις προστριβές, στις οποίες είχε έλθει με τους άλλους μοναχούς της Μονής Απεζανών. Τη νύχτα, ο Παΐσιος είδε όνειρο τον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος του είπε ότι θέλει να μείνει εκεί και να Του μεγαλώσει την εκκλησία Του. Ο Παϊσιος έμεινε, βρήκε το προσωπικό που χρειαζόταν, κατάφερε να κερδίσει και τη συνδρομή των κατοίκων των γύρω χωριών και άρχισε το κτίριο. Ο μόνος που αντέδρασε αρχικά, ήταν ο άρχοντας της περιοχής Λαγγουβάρδος, ο οποίος, όμως, έπειτα από τιμωρία του Αγίου Γεωργίου, βοήθησε στην οικοδόμηση της Μονής. Έτσι χτίστηκε η Μονή. Η ίδρυσή της τοποθετείται περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1590 με 1600. Τα παραπάνω σε συντομία αναφέρονται σχετικά με την ίδρυση του Μοναστηριού. Στη χειρόγραφη "Διήγηση" αναφέρεται εκτός των άλλων και το θαύμα σχετικά με την εμφάνιση του νερού στο Μοναστήρι, πράγμα το οποίο αποτέλεσε και τη βασική ιδέα για τη συγγραφή αυτού του άρθρου. Σύμφωνα με τη "Διήγηση" λοιπόν, κάποιος Μιχάλης Μηλιαράς, βοσκός, από την Έμπαρο, ο οποίος είχε μεγάλη πίστη και αγάπη στον Άγιο Γεώργιο, κάποτε αρρώστησε βαριά και έταξε στον Άγιο Γεώργιο τους 30 καλύτερους τράγους του κοπαδιού του, για να τον κάνει καλά. Μετά που έγινε καλά, πήγε 30 τράγους στη γιορτή του Αγίου, όχι όμως τους καλύτερους όπως είχε τάξει, γιατί σκέφτηκε ότι αν πήγαινε τους 30 καλύτερους τότε το κοπάδι του θα έμενε ακέφαλο. Την επόμενη μέρα βγήκε έξω και άκουσε τα κουδούνια των εκλεκτών του τράγων να ηχούν και τους είδε να οδηγούν μόνοι τους το κοπάδι του προς το Μοναστήρι. Τότε κάθισε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο μπροστά απ' τη δυτική είσοδο της εκκλησίας και συλλογιζότανε την αμαρτία του, δηλαδή ότι κορόιδεψε τον Άγιο και δεν εκπλήρωσε επακριβώς το τάμα του. Από 'κει που καθόταν έβλεπε τους μικρούς δόκιμους μοναχούς να κουβαλούν το νερό από μακριά, έξω απ' το Μοναστήρι και είπε: "Ω, Άγιε Γεώργιε, τόσα θαύματα κάνεις και εδώ μέσα πώς δεν βγάζεις νερό να μην πηγαίνουν να το φέρνουν από μακριά". Εκείνη τη στιγμή σάλεψαν οι τράγοι που βρίσκονταν κάτω από μια χαρουπιά, πιο ψηλά απ' το Μοναστήρι και μια πέτρα κύλησε και χτύπησε στο βράχο που καθόταν ο γέρο Μηλιαράς. Τη νύχτα, πάντα σύμφωνα με τη "Διήγηση", ο Μηλιαράς είδε όνειρο τον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος του είπε ότι κάτω απ΄ το βράχο που χτύπησε η πέτρα υπάρχει νερό. Έβγαλαν λοιπόν το βράχο, βρέθηκε το νερό και έτσι υδρεύτηκε το Μοναστήρι. Η πηγή σώζεται ως τις μέρες μας, βρίσκεται στην αυλή της Μονής μπροστά απ' τη δυτική είσοδο της εκκλησίας και λέγεται "Αγίασμα". Μετά απ' όλα αυτά, ο Μηλιαράς έμεινε στη Μονή ως το τέλος της ζωής του, όχι ως μοναχός, αλλά ως ευσεβής χριστιανός. Έζησε εκεί περίπου 20 χρόνια (προφορική παράδοση), πέθανε και τάφηκε εκεί το έτος 1614. Ο τάφος του, ημίχωστος σήμερα, βρίσκεται στην αυλή της Μονής, λίγο πιο πέρα απ' την πηγή του νερού. Δε σώζεται όπως η ανάγλυφη επιτάφιος πλάκα με το όνομα Μ. Μηλιαράς στα πάνω μέρος της, η γλάστρα με λουλούδι (μάλλον βασιλικό) στο μέσον της και τη χρονολογία 1614 στο κάτω μέρος της, που αναφέρεται σε χειρόγραφο του 19ου αιώνα. Αυτή εξαφανίστηκε το έτος 1926, όταν γίνοταν οικοδομικές εργασίες στη Μονή και μάλλον από απροσεξία χρησιμοποιήθηκε ως υλικό και καταχώθηκε κάπου. Την πλάκα τη θυμόταν σύμφωνα με τον Εμμ. Λ. Πετράκη (1956) οι παλιότεροι μοναχοί της Μονής.