Φεβρουάριος 1979, ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα. Ο μάρτυρας και η γυναίκα του κοιμόταν στον τρίτο όροφο ενός δωματίου ξενοδοχείου όταν ξαφνικά ξύπνησε από ένα δυνατό ηλεκτρικό βουητό και από το γάβγισμα των σκυλιών της γειτονιάς. Άνοιξε τα μάτια του και είδε το δωμάτιο πλημμυρισμένο από μια πορτοκαλοκόκκινη λάμψη. Ξύπνησε τη γυναίκα του και πήγε προς το μπαλκόνι όπου δεν είδε τίποτα το παράξενο. Γύρισε πίσω στο κρεβάτι του και αργότερα θυμήθηκε ότι άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας πολύ ψηλός άντρας. Η ψιλή φιγούρα προσκάλεσε τον μάρτυρα να τον ακολουθήσει, πήγαν μαζί στη ταράτσα και είδε ένα μικρό γκρι και πολύχρωμα φωτισμένο δίσκο να πετάει πάνω από τα κεφάλια τους. Μια τιρκουάζ ακτίνα φωτός χτύπησε το μάρτυρα ο οποίος παρέλυσε και «επέπλεψε» προς το σκάφος. Ο μάρτυρας τότε μεταφέρθηκε σε ένα μεγάλο μητρικό σκάφος και στη συνέχεια σε ένα αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο με πολύ ψηλό ταβάνι. Τότε είδε μία λεπτή γκρίζα φιγούρα με μακρύ λεπτό πρόσωπο να κάθεται στο διπλανό τραπέζι. Επικοινώνησε μαζί του και μετά ο μάρτυρας οδηγήθηκε σε μια τεράστια ιπτάμενη πόλη. Εκεί είδε πολλά όντα που έμοιαζαν με ανθρώπους να φορούν μονοκόμματες στολές από διαφορετικά χρώματα και μπότες. Αφού περιπλανήθηκε για πολύ ώρα στη πόλη αυτή ο μάρτυρας επέστρεψε στο ξενοδοχείο.