Η παράδοση λέει ότι, το 16ο αι. ένας χωρικός της περιοχής είδε ένα φως στη θάλασσα να πλησιάζει στην ακτή. Νομίζοντας ότι πρόκειται για πειρατικό καράβι, επέστρεψε στο χωριό να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του. Το πρωί, όταν το φως έφτασε στην ακτή, είδαν ότι ήταν ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, με την Παναγία ζωγραφισμένη πάνω του, που επέπλεε στη θάλασσα. Οι χωριανοί εντυπωσιάστηκαν από το θαύμα και ζήτησαν από τον Τούρκο μπέη της περιοχής να τους επιτρέψει να χτίσουν ένα εκκλησάκι για να στεγάσουν την εικόνα. Αυτός όμως αρνήθηκε, έριξε κάτω την εικόνα και άρχισε να την ποδοπατά. Η εικόνα έγινε ξαφνικά μαλακή σαν πηλός και παγίδεψε τα πόδια του μπέη, μη αφήνοντάς τον να ξεφύγει. Τότε ο μπέης μετάνιωσε, και ζητώντας συγνώμη επέτρεψε να χτιστεί το εκκλησάκι αυτό. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα κλαίει πριν συμβεί κάτι κακό στη χώρα. Λέγεται ότι η εικόνα δάκρυσε πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν γίνει η εισβολή της Κύπρου, ακόμη και πρόσφατα, όταν δημιουργήθηκε το θέμα με το όνομα της Μακεδονίας.