Γύρω στα 1850, μια φορά τη νύχτα ο Μιχάλης Αποστολάκης ξεκίνησε από τη Καλαμάτα για να πάει στα αμπέλια του. Στο δρόμο ήταν ένα ερημοκλήσι και καθώς πλησίαζε σε αυτό το είδε όλο κατάφωτο και του φάνηκε πως άκουσε μέσα ψαλμωδίες. Μα εκείνες οι ψαλμωδίες ήταν άλλο πράγμα, σαν να έψαλλαν άγγελοι του ουρανού. Λέει με το νου του, πως γίνεται αυτό; Τέτοια ώρα ποιος παπάς ήρθε να λειτουργήσει. Αλλά πάλι, είπε μέσα του, ας πάω και εγώ να κάνω το σταυρό μου. Μόλις όμως έκανε το σταυρό του, αμέσως σταμάτησαν οι ψαλμωδίες, έσβησαν οι λαμπάδες και άκουσε σε μια λίμνη εκεί κοντά να κράζουν πολλοί βάτραχοι. Έβαλε ο άνθρωπος υποψία κακή, γύρισε τρομαγμένος στο σπίτι του και έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι.