Εκεί κοντά στη Βάρη, προτού να φτάσουμε στο Γαϊδουρονήσι, είναι ένα νησάκι η Φλέβα. Το νησί αυτό είναι ξωρκισμένο. Πάνε τώρα πάρα πολλά χρόνια, που δώδεκα κλέφτες κατέφυγαν με μια βάρκα εκεί γιατί τους κυνηγούσαν. Ο βαρκάρης βρήκε τρόπο και κατάφερε να φύγει και οι κλέφτες έμειναν εκεί χωρίς να μπορούν να φύγουν αφού δεν είχαν βάρκα. Όπως μπόρεσαν πέρασαν μερικές μέρες με χόρτα αλλά ύστερα άρχισαν να πεθαίνουν και καθέναν που πέθαινε τον έτρωγαν οι σύντροφοί του γιατί τους ανάγκαζε η πείνα. Στο τέλος απέμεινε μόνο ο καπετάνιος τους, ο γερο Μήτρος. Αυτός έφαγε απ’ όλα τα παλικάρια του. Από τότε το νησί είναι ξωρκισμένο, καράβι, βάρκα δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτυχε πολλές φορές να αράξουν εκεί καράβια, αλλά σηκώθηκε άνεμος και βοή, έσπασαν τα παλαμάρια, έπεφταν πέτρες χωρίς να βλέπουν κανένα να τις ρίχνει και τους έκαναν κομμάτια τα πιάτα και ότι άλλο είχαν στο καράβι. Το νησί εκείνο επειδή έχει άφθονο και καλό χόρτο πηγαίνουν πολλά πρόβατα, αλλά κανένα δεν φτουράει. Τη νύχτα βελάζουν τα πρόβατα και το πρωί πολλά ψοφούν και ένα μέρος τους είναι μελανιασμένο και από το κρέας αυτό ούτε τα σκυλιά θέλουν να φαν. Πολλοί τσοπάνηδες φύλαξαν τη νύχτα και είδαν τα πρόβατα που βέλαζαν, άνθρωπο όμως ή φάντασμα δεν είδαν. Μερικοί όμως βλέπουν. Ενός τσοπάνη μονάχα φτούρησαν τα πρόβατα και δεν έπαθαν τίποτα. Αυτός καθώς καθότανε στη καλύβα του κοντά στη φωτιά, βλέπει το γερο Μήτρο που ήρθε και κάθισε κοντά του. «Καλησπέρα γερο Μήτρο», του λέει. Ο γερο Μήτρος δεν του αποκρίθηκε αλλά ευχαριστήθηκε φαίνεται. Του κουβέντιαζε λοιπόν και ο γερο Μήτρος κουνούσε μονάχα το κεφάλι του σαν να έλεγε ναι ή όχι. Σκάλιζε τη φωτιά, τη σκάλιζε και ο γερο Μήτρος μέχρι που ο τσοπάνης αποκοιμήθηκε. Από τότε όλοι χαιρετάνε το γερο Μήτρο για να μην παθαίνουνε τίποτα. Καμιά φορά που πηγαίνουν με τα άλογα, το άλογο σε μερικές μεριές κοντοστέκεται και τεντώνει τα αυτιά του. Ο καβαλάρης τότε χωρίς να βλέπει κανένα λέει, «Γεια σου γερο Μήτρο!». Και ο γερο Μήτρος αφήνει το άλογο και περνάει.