Ο Στεφανής Ρογκάκος από τα Κόκκινα Λουριά, πήγαινε τη νύχτα στο χωριό του και έσερνε το ζώο του από το χαλινάρι. Εκεί κάπου του φάνηκε πως μπροστά του πήγαινε ένας άνθρωπος σαβανωμένος. Το ζώο του ξαφνιάστηκε και το ‘βαλε στα πόδια. Βλέπει αντίκρυ ένα βοσκό συχωριανό του και του φώναξε : «Αντώνη, Αντώνη, φτάσε γιατί μ’ έφαγαν!». «Κουράγιο Στεφανή, δεν έχεις τίποτα», του φώναξε εκείνος. Και έτρεξε κοντά του και τον ως συνόδεψε στο σπίτι του. Του άνοιξαν, έπεσε χωρίς να μπορέσει να πει τίποτα, κάλεσαν το παπά, τον διάβασε μα τίποτα. Την άλλη μέρα κιτρίνισαν τα μάτια του και μετά από λίγες μέρες πέθανε.