Το τηλεφώνημα που δέχτηκα το βράδυ του Σαββάτου 12 Ιουνίου 1999 ήταν κάπως ασυνήθιστο. Στην άλλη άκρη της γραμμής, στα Λεχαινά του νομού Ηλείας, βρισκόταν ο παλιός φίλος και συνεργάτης Μάκης Νοδάρος, γνωστός στους πιο παλιούς αναγνώστες του "Ανεξήγητου". Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Μάκης μου γνωστοποιούσε ένα περίεργο περιστατικό που είχε συμβεί πριν τέσσερις μέρες σε ένα γειτονικό χωριό, το Άνω Κουρτέσι. Υπήρχε και σχετικό δημοσίευμα σε τοπική εφημερίδα. Ύστερα από λίγο είχα -μέσω φαξ- στα χέρια μου το δημοσίευμα. Επρόκειτο για την ιστορία ενός 42χρονου ντόπιου αγρότη, με το (σημαδιακό;) όνομα Δημήτρης Έλληνας, ο οποίος ισχυριζόταν ότι τα ξημερώματα της περασμένης Τρίτης 8 Ιουνίου είχε έλθει σε επαφή με μια υπερκόσμια οντότητα για την οποία δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν ο ίδιος ο… Θεός. Κάποια σημεία της εμπειρίας του μου κίνησαν το ενδιαφέρον, αφού η περίπτωση θύμιζε έντονα όχι την εμπειρία ενός αφελούς θρησκομανή, αλλά εκείνη ενός κλασικού "επαφικού" ή με δυο λόγια ενός ανύποπτου ατόμου που είχε έρθει σε επαφή με δυνάμεις του Αλλόκοσμου. Όποιος είναι πεπειραμένος σε τέτοιου είδους θέματα, γνωρίζει καλά πως τα όρια μεταξύ θρησκευτικής, μυστικιστικής, παραψυχικής και εξωγήινης εμπειρίας δεν είναι παρά παρωπίδες που βάζουμε εμείς οι ίδιοι. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να πάω επιτόπου και να ερευνήσω την περίπτωση. Ο Μάκης είχε ήδη κάνει μια προκαταρκτική επαφή με τον Δημήτρη Έλληνα, οπότε ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Εξάλλου ήταν μια ευκαιρία να επισκεφθώ μια περιοχή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από… παραφυσικής άποψης -κάτι που ήδη θα διαπιστώσατε διαβάζοντας το άρθρο "οι Υπόγειοι Κόσμοι της Ηλείας", στο τεύχος Μαΐου. Φτάνοντας στα Λεχαινά τη Δευτέρα 14 Ιουνίου το βράδυ μετά από ταξίδι τρεισήμισι ωρών, ο Μάκης Νοδάρος με ενημέρωσε σχετικά. Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί βρισκόμασταν και οι δύο στο δρόμο για το Άνω Κουρτέσι. Βγαίνοντας από την εθνική οδό, σύντομα "κόψαμε" από ένα χωματόδρομο και ύστερα από μερικά χιλιόμετρα φτάσαμε στο αγρόκτημα του Δημήτρη Έλληνα. Η περιοχή της Ηλείας είναι εξαιρετικά εύφορη και τα καρπούζια είναι ένα από τα κύρια γεωργικά προϊόντα που παράγονται εκεί. Το κτήμα του Δημήτρη Έλληνα ήταν μια επίπεδη έκταση μερικών δεκάδων στρεμμάτων -ουσιαστικά ένα τεράστιο μποστάνι. Σε κάποιο σημείο του χωραφιού βρισκόταν μια καλύβα μέσα στην οποία έμεναν ο Δημήτρης Έλληνας και οι εργάτες του για όλο το διάστημα που χρειαζόταν να καρποφορήσουν και να μαζευτούν τα καρπούζια. Ο Δημήτρης Έλληνας ήταν ένας ηλιοκαμένος, ξερακιανός άντρας με τα χέρια και το πρόσωπό του σημαδεμένα από την σκληρή δουλειά στα χωράφια και σαφώς έδειχνε μεγαλύτερος από τα 42 του χρόνια. Η αρχική υποδοχή ήταν ψυχρή, σχεδόν εχθρική, μολονότι ο Μάκης είχε ήδη κάνει μια πρώτη επαφή. Σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι γι αυτό έφταιγαν οι δημοσιογράφοι διαφόρων τοπικών και όχι μόνο καναλιών οι οποίοι είχαν ανακαλύψει πραγματικό λαβράκι και είχαν καταφέρει να παρουσιάσουν μια εντελώς διαστρεβλωμένη και γελοιοποιημένη εικόνα της όλης ιστορίας. Σίγουρα κάτι πολύ συχνό για τα ελληνικά media. Με τα πολλά, καταφέραμε τον Δημήτρη Έλληνα να μας μιλήσει αφού τον πείσαμε ότι εγώ δεν είχα καμία σχέση με τα στίφη των "δημοσιογράφων" που δεν τον άφηναν σε ησυχία την τελευταία βδομάδα. Σαν απλός άνθρωπος, ο Δημήτρης Έλληνας μας διηγήθηκε την εμπειρία του χωρίς περιττά λόγια και χωρίς "σάλτσες", έτσι όπως την έζησε εκείνη την σημαδιακή νύχτα του Ιουνίου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η εμπειρία άλλαξε αποφασιστικά την ζωή του. Ο Έλληνας δεν έχει καμία αμφιβολία ότι ήρθε σε επαφή με τον ίδιο τον Θεό. Τονίζει το γεγονός ότι παλιότερα δεν πίστευε και ότι δεν έχανε την ευκαιρία να βρίζει τα θεία με την παραμικρότερη αιτία. Άλλωστε, όπως θα δούμε, η εμπειρία του ακολουθεί το κλασικό μοτίβο του "μεταστραφέντος". Ο 42χρονος αγρότης περιγράφει πώς η ζωή του είχε καταντήσει μια ατέλειωτη ρουτίνα. "Τα τελευταία δύο χρόνια η ζωή μου ήταν όλη ίδια. Ένα άγχος, ένα τρέξιμο. Είτε είχα, είτε δεν είχα δουλειά, ήμουν κουρασμένος. Κάπνιζα 4-7 πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Ήταν η αρώστια μου. Ήθελα να το κόψω και δεν μπορούσα". Επιπλέον, τα τελευταία έξι χρόνια ο Έλληνας βασανιζόταν από συνεχείς πονοκεφάλους και ζαλάδες, αποτέλεσμα μιας πάθησης του λαβύρινθου στο αυτί, για την οποία οι γιατροί είχαν αποφανθεί ότι ήταν ανίατη. Γύρω στις 2 το πρωί της Τρίτης 8 Ιουνίου, ο Έλληνας κατευθυνόταν με το μηχανάκι του στο χωράφι προκειμένου να ανοίξει τις βάνες του νερού για να ποτιστούν τα καρπούζια. Η καλοκαιριάτικη νύχτα ήταν ήσυχη και τίποτα δεν προμήνυε το γεγονός που θα συνέβαινε αμέσως μετά. "Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα φωτεινό τρίγωνο, γύρω στα 15 μέτρα ύψος και σε παρόμοια απόσταση. Η λάμψη ήταν χρυσαφιά. Ταράχτηκα και κόβω ταχύτητα. Τότε ακούω μια ήρεμη, γλυκιά, αντρική φωνή η οποία μου λέει τα εξής: Μη φοβάσαι, είμαι ο Παντοδύναμος. Ό,τι μου ζητήσεις θα στο κάνω" Μετά την αρχική ταραχή, ο αγρότης δεν δίστασε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Ζήτησε από το φωτεινό αντικείμενο να τον απαλλάξει από το τσιγάρο και από τους έντονους πονοκεφάλους που τον βασάνιζαν τα τελευταία χρόνια. Η αντίδραση ήταν άμεση. "Σε μηδέν χρόνο χάνεται ο πονοκέφαλος. Πετάω τα τσιγάρα που είχα στην τσέπη μου και η πικρίλα που είχα μόνιμα στο στόμα εξαφανίζεται. Η λάμψη χάνεται". Χαρούμενος ο αγρότης, και μην μπορώντας να "χωνέψει" καλά καλά την υπερκόσμια εμπειρία του, συνεχίζει το δρόμο του και φτάνει στις βάνες του νερού. Όταν ανάβει το φακό που κρατούσε για να δει, το φωτεινό χρυσαφένιο αντικείμενο ξαναεμφανίζεται και η φωνή του λέει: "Πέταξε αυτό που κρατάς. Θα σου φωτίζω εγώ από εδώ και πέρα". Ο Έλληνας έχει πέσει στο χώμα σε κατάσταση έκστασης προσπαθώντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τη "λάμψη". Ύστερα από δέκα λεπτά, η φωνή του δίνει εντολή να πάει να ξυπνήσει τους συνεργάτες του στην καλύβα και να τους διηγηθεί τι έγινε. Πράγματι, ο αγρότης μπαίνει στην καλύβα φωνάζοντας, αλλά η αντίδραση των άλλων -που κοιμόντουσαν- είναι μάλλον προβλεψιμη: "Φύγε από εδώ ρε! Τρελάθηκες βραδιάτικα;". Ο Έλληνας δεν πτοείται και ξαναβγαίνει έξω. Το φωτεινό αντικείμενο βρίσκεται πάλι μπροστά του και του δίνει εντολή να πάει σπίτι της φίλης του Ευθυμίας και να της πει τι έγινε. Πράγματι, ο Έλληνας μπαίνει στο αυτοκίνητό του και οδηγά 6-7 χλμ μέχρι το σπίτι της Ευθυμίας, ενώ το φωτεινό αντικείμενο βρίσκεται μπροστά του και του φωτίζει το δρόμο. Όμως φτάνοντας εκεί, η αντίδραση της Ευθυμίας είναι παρόμοια με εκείνη των συνεργατών του. Ο αγρότης ξαναγυρίζει στο κτήμα με οδηγό τη λάμψη. Όταν βγαίνει, η λάμψη χάνεται, και ο Έλληνας αποφασίζει να πάει με το μηχανάκι μέχρι το σημείο που είχε την αρχική επαφή. Μόλις όμως ανεβαίνει πάνω, η λάμψη ξαναεμφανίζεται και η ασώματη φωνή τον διατάζει να συνεχίσει με τα πόδια. Κυριευμένος από μια υπερφυσική ζωτικότητα ο Δημήτρης Έλληνας αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στις καρπουζιές διανύοντας μια μεγάλη απόσταση. Ας σημειώσουμε εδώ ότι τα μποστάνια του έχουν έκταση δεκάδων στρεμμάτων. Κάποια στιγμή η λάμψη ξαναεμφανίζεται. Από εδώ και μετά η εμπειρία του αγρότη μπαίνει στην επόμενη φάση: εκείνη της δοκιμασίας. Ο αγρότης αφηγείται: "Η φωνή μου λέει: βγάλε από την τσέπη σου την αμαρτία, το Σατανά και πέταξέ την. Ψάχνω στην τσέπη μου, είχα χρήματα. Πάω να τα πετάξω. Λέει η φωνή: όχι αυτά, στην άλλη τσέπη. Ψάχνω στην άλλη, βρίσκω τον αναπτήρα μου. Η φωνή λέει: άναψέ τον. Τον ανάβω. Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω 300-400 μ, η φλόγα δεν έσβηνε. Η φωνή μου λέει να σταματήσω και μετά να βάλω το χέρι μου στη φωτιά. Όταν έμπαινε το χέρι μου στη φωτιά, η φλόγα γινόταν τεράστια. Το χέρι μου καιγόταν. Έβλεπα τη σάρκα μου να καίγεται, να βγαίνει καπνιά, να μυρίζει όπως μυρίζει το καμένο κρέας. Όμως δεν πονούσα. Η φωνή με πρόσταξε να τραβήξω το χέρι μου. Δεν υπήρχε έγκαυμα. Αυτό έγινε τρεις φορές". Το επόμενο στάδιο ήταν η κατάποση της φλόγας. "Έβαζα τη φωτιά στο στόμα μου κι αυτή κατέβαινε μέχρι κάτω", λέει ο Έλληνας. "Κάνω και αυτό τρεις φορές. Κατόπιν τον ρωτάω: γιατί το κάνεις αυτό Θεέ μου. Εκείνος απαντά: για να καθαρίσει η βρωμιά που έχεις μέσα σου. Μετά με βάζει να κρατώ τον αναπτήρα και να ψέλνω "ευλογητός ο Κύριος…", τρεις φορές. Το ψέλνω. Με βάζει να σκύψω και να φάω μια φούχτα χώμα. Το τρώω… "Είχε έρθει η ώρα να κάνω λίπανση στα καρπούζια. Λέει η φωνή: σε αφήνω, πήγαινε να κάνεις τη δουλειά σου και γύρνα πίσω να συζητήσουμε σαν φίλοι. "Φεύγω τρέχοντας για να ρίξω λίπασμα και να γυρίσω, να προλάβω να κουβεντιάσω μαζί του. Φτάνοντας στη μέση είχα κουραστεί, είχα φουσκώσει. Εμφανίζεται η λαμψη. Μου λέει, πήγαινε σιγά, μην κουράζεσαι, έχουμε χρόνο να συζητήσουμε. Θα μείνω μέχρι τις 6 το πρωί μαζί σου". Η επόμενη δοκιμασία αφορούσε την πόση νερού με λίπασμα (που βεβαίως είναι δηλητήριο). Σε κάποια φάση, η φωνή διατάζει τον αγρότη να πιει τα ίδια του τα ούρα. Σε όλο το διάστημα της εμπειρίας, η λάμψη και η φωνή χάνονταν περιστασιακά για να επανεμφανιστούν πιο μετά. Στα μεσοδιαστήματα μια εύλογη απορία είχε μορφοποιηθεί στο μυαλό του Δημήτρη Έλληνα. "Γιατί εμφανίστηκε ο Παντοδύναμος σε μένα, ποιος είμαι; Τι έκανα:" Κάποια στιγμή, η ασώματη φωνή του έλυσε την απορία λέγοντάς του: "Είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που του έκανα τόσα πολλά και δεν ζήτησε ποτέ τη βοήθειά μου. Ζήτησέ μου να κάνω κάτι". Ο αγρότης αναλύει στην ασώματη φωνή τα παράπονά του σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο -ότι δηλαδή οι καλοί άνθρωποι περνούν άσχημη ζωή και οι κακοί περνούν βασιλικά. Η φωνή παραδέχεται ότι έτσι είναι, και ρωτά τον Δημήτρη Έλληνα τι θέλει να κάνει γι αυτό. Όταν ο αγρότης ζητά να εξαφανιστούν οι κακοί άνθρωποι από τη Γη, η φωνή του υπενθυμίζει ότι αυτό θα γίνει μόνο στη Δευτέρα Παρουσία. Η συζήτηση συνεχίζεται με διάφορα θέματα και ολοκληρώνεται με μια μάλλον αναμενόμενη εντολή. "Τη μόνη χάρη που θέλω από σένα", ακούγεται η ασώματη φωνή από τη χρυσαφένια λάμψη, "είναι να πεις ό,τι έζησες στον κόσμο. Να έρχεται ο κόσμος, να σε ρωτάει τι είδες, τι σου είπα και τι σου έκανα. Αυτό πρέπει να γίνει μέχρι την επόμενη Κυριακή". Η ώρα έχει πάει 5:20 τα ξημερώματα Τρίτης και έχει ήδη φωτίσει. Έχει έρθει η ώρα να γίνει πάλι λίπανση των καρπουζιών. Μετά από τη σχετική παρότρυνση, ο Δημήτρης Έλληνας ολοκληρώνει τη λίπανση και στις 5:30 βρίσκεται πάλι στο σημείο της εμπειρίας. "Περιμένω. Πουθενά η λάμψη. Στις 5:50 αρχίζει να ακούγεται μια μουσική. Ακούγεται κάτι σαν να κελαηδάνε πουλιά, πολλά πουλιά, να σκούζουνε ζώα, τσακάλια, λύκοι, πολλές φωνές, δεν μπορούσα να τα ξεχωρίσω. Αυτή η δουλειά έγινε 10 λεπτά περίπου. Τρία δευτερόλεπτα πριν πάει 6:00 -κοιτούσα το ρολόι και περίμενα να εμφανιστεί- εμφανίζεται η λάμψη. Λέει, γειά σου, φεύγω. Ό, τι σου είπα θα το κάνω. Κι ό,τι μου είπες πάλι θα το κάνω. Εγώ να κλαίω, να φωνάζω να λέω κάτσε σε παρακαλώ μη φεύγεις. Όχι, μου λέει, τελειώσαμε. Ό,τι είχα να σου πω το είπα. Να βγεις στον κόσμο και να το λες. Θα σε ρωτάει ο κόσμος και να το λες". Η εμπειρία του αγρότη είχε λάβει τέλος. Ήδη ο Δημήτρης Έλληνας ένιωθε ότι είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Όταν οι συνεργάτες του ξύπνησαν, παραξενεύτηκαν που τον είδαν να πίνει τον πρωινό του καφέ χωρίς να καπνίζει. Παραξενεύτηκαν ακόμη περισσότερο όταν άκουσαν την ιστορία του. Η λογική τους έλεγε να την απορρίψουν, αλλά μπροστά τους έβλεπαν κυριολεκτικά έναν άλλο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που η ζωή του είχε κάνει αποφασιστική στροφή. Γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του, δεν είχαν άλλη εναλλακτική από το να πιστέψουν αυτά που τους διηγήθηκε -όσο αλλόκοτα και απίστευτα και να τους φαίνονταν.