Τον Αύγουστο του 1978, ο δεκαεξάχρονος Φώτης Κ. βρισκόταν μαζί με τον ξάδερφό του. Οι δυο τους κάθονταν στη βεράντα του σπιτιού τους γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα όταν άρχισε η ιστορία. Οι νεαροί άκουσαν μέσα στη σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας ένα περίεργο θρόισμα. Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία αλλά ο ήχος ακούστηκε αρκετές φορές και έτσι ο ξάδερφος του Φ.Κ. σηκώθηκε και έφερε το προσκοπικό του μαχαίρι, μήπως επρόκειτο για κάποιο σκυλί. Ήδη ο φόβος είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του. Βγήκαν στην αυλή για να ψάξουν για την αιτία του θορύβου, όταν ο Φ.Κ. είδε προς τη μεριά του Υμηττού μια πολύ έντονη λάμψη που την χαρακτήρισε σαν "λάμψη ηλεκτρικόλλησης". Η λάμψη κράτησε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα και μάλλον ήταν το εισαγωγικό στοιχείο της κυρίως εμπειρίας τους. Ο ξάδερφος του δεν την είδε γιστί εκείνη τι στιγμή κοιτούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το θρόισμα ξανακούστηκε για μια ακόμα φορά από το δωματιάκι της τουαλέττας το οποίο ήταν λενα ξεχωριστό κτίσμα λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι. Μέσα στο σκοτάδι διακρίνονταν κάτι μαύρο. Οι δύο νεαροί πλησίασαν κρατώντας το μαχαίρι και τότε αντίκρυσαν κάτι αλλόκοτο. Ένα μαύρο ελλειψοειδές "ζώο" ή "αντικείμενο" βρισκόταν εκεί,έχοντας το μέγεθος μιας μπάλλας ποδοσφαίρου. Το απίστευτο πράγμα είχε σκούρο χρώμα και φαινόταν να πάλλεται ενώ ταυτόχρονα ακουγόταν και ο ήχος μιας "αλλόκοτης αναπνοής". Οι δύο νεαροί τα έχασαν και ένιωσαν τον τρόμο να τους πλυμμυρίζει και να μεταβάλλεται σιγά σιγά σε πανικό. Σπρωγμένοι όμως από μια παρόρμηση να κάνουν κάτι, μια παρόρμηση που ίσως να πήγαζε από το νεαρό της ηλικίας τους εκσφενδόνισαν στο πράγμα το μαχαίρι. Η έκπληξη τους όμως ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν το μαχαίρι φάνηκε να "απορροφάται" από τη μάζα του πλάσματος, ενώ δεν ακούστηκε κανένας απολύτως θόρυβος. Το άλλο πρωί βρήκαν το μαχαίρι. Βρισκόταν καρφωμένο στο χώμα μέχρι τη μέση έχοντας στη λάμα του κάτι γρατζουνιές "σαν καρδιογράφημα". Το έπλυναν και το έτριψαν με σύρμα αλλά οι γρατζουνιές δεν έφυγαν. Το επόμενο βράφυ το πλάσμα ήταν πάλι εκεί. Τώρα έμοιαζε να ακουμπάει στη γωνιά που σχημάτιζε το συρματόπλεγμα της περίφραξης με το έδαφος. Αυτή τη φορά του έριξαν πέτρες. Φαίνεται όμως πως η μαύρη "έλλειψη" δεν έπαιρνε χαμπάρι μια που φάνηκε να τις "απορροφά" πάλι αθόρυβα. Οι επαφές επαναλήφθηκαν. Τον Φεβρουάριο και τον Μάιο του ερχόμενο χρόνου το πλάσμα έγινε πάλι αντιληπτό από τον Φ.Κ. την πρώτη φορά στην Αθήνα (Κυψέλη) και τη δεύτερη πάλι στη Λούτσα.