Μια γυναίκα νιόπαντρη σηκώθηκε μια νύχτα τα μεσάνυχτα και πήγε με τη μάνα της και την αδερφή της στη βρύση του αγίου Αντωνίου στο Βαθύ για να πλύνουν ρούχα. Όταν πλησίασαν στη βρύση ακούν κρότο σαν κάποιος να έπλενε ρούχα και νόμισαν πως κάποια άλλη γυναίκα πήγε πρωτύτερα από αυτές και έπλενε στη σκάφη της βρύσης. Όταν όμως πήγαν στη βρύση είδαν εκεί οκτώ γυναίκες ασπροφορεμένες με ξέπλεκα μαλλιά που έπαιζαν με το νερό και έβρεχαν η μία την άλλη. Μόλις είδαν αυτές να έρχονται, αφήνουν τα παιχνίδια και τις πιάνουν από το χέρι και αρχίζουν να χορεύουν μαζί τους και να τραγουδούν. Θέλοντας και μη, χόρευαν και αυτές, μέχρι που λάλησε ο πετεινός και χάθηκαν οι Νεράιδες. Τότε και εκείνες γύρισαν στο σπίτι κατακουρασμένες και με τα ρούχα άπλυτα.