Η γριά Ανθούλα πήρε μια φορά το βαρέλι της και πήγε να το γεμίσει στου Κωλορόδη. Καθώς ήτανε μακριά από τη βρύση, γύρω στα δέκα βήματα, βλέπει ξαφνικά μια γυναίκα, που ήταν ντυμένη στα μεταξωτά και στεκόταν μπροστά στη βρύση και χτένιζε τα μαλλιά της που έφταναν ως τα νύχια. Η Νεράιδα (γιατί Νεράιδα ήταν) πέταξε το χτένι της και έγινε άφαντη. Γεμίζει η γριά Ανθούλα το βαρέλι της, παίρνει και το χτένι της Νεράιδας και γυρίζει στο σπίτι της. Στυλώσει τη πόρτα με την αμπάρα και πάει να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε, δεν κοιμήθηκε λίγη ώρα, έρχεται η Νεράιδα, την πιάνει από το λαιμό και της λέει : «Μωρή θα σε πνίξω, αν δεν πάρεις τη χτένα μου να την βάλεις από εκεί που την πήρες». Ξυπνάει από την τρομάρα της, τρίβει μάτια της, αλλά η Νεράιδα ήταν άφαντη. Φοβόταν, αλλά έλα που ήθελε να κρατήσει και τη χτένα! Κουκουλώνεται με το πάπλωμα, κλείνει τα μάτια της, η Νεράιδα έρχεται πάλι και την πιάνει πάλι από το λαιμό να την πνίξει. Ήθελε, δεν ήθελε παίρνει τη χτένα , πάει στη βρύση, την αφήνει πριν κράξουν τα κοκόρια και γυρίζει στο σπίτι. Η Νεράιδα από τότε δεν ξαναφάνηκε.