Του Αγγελή του Μπότη η γυναίκα από του Ματζαγρά, δύο μέρες ύστερα από το γάμο της έπλενε μονάχη της. Ήθελε να σηκωθεί τη νύχτα, να ρίξει τη μπουγάδα, και σηκώθηκε τα μεσάνυχτα, γιατί νόμιζε πως ήταν περίπου τέσσερις η ώρα και κόντευε να ξημερώσει. Εκεί που έπλενε ήσυχα, να σου και ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνουνε μέσα τρεις Νεράιδοι ομορφοκαμωμένοι και καλοντυμένοι και την αρπάζουνε τη γυναίκα και τη σηκώνουνε ψηλά. Έβαλε τις φωνές μα κανείς δεν την άκουγε γιατί της είχαν πάρει τη φωνή. Την παίρνουνε κατόπιν στο πηγάδι που είναι κοντά στα καμίνια έξω από το χωριό, την αρπάζουνε και τη βουτάνε μέσα. Σαν κόντευε να πνιγεί, φώναξε με όλη της τη δύναμη. «Παναγία μου!». Τότε μας ομολόγησε, είδε μια γυναίκα και την έπιασε από το χέρι και την έβγαλε έξω καταλασπωμένη και της έδειξε το δρόμο. «Πήγαινε», της λέει, «στο σπίτι σου ν’ αλλάξεις, να ο δρόμος».