Μια φορά ο παππούς μου που ήταν σαν εμένα (περίπου 18 χρονών), πήγε στο λόγγο για ξύλα και σαν γύρισε το μεσημέρι εκεί κοντά σε μια λιμνούλα του βουνού βρήκε Νεράιδες και χορεύανε. Η ομορφιά τους ήταν απίστευτη. Βουτάει και αρπάζει το μαντήλι μιας Νεράιδας. Η Νεράιδα στάθηκε. Τότε τις λέει : «Σε θέλω να σε πάρω γυναίκα μου, θέλεις και εσύ;», «Θέλω», λέει η Νεράιδα Πήγανε στο χωριό μαζί, κάνανε τα στεφανώματα, την πήρε γυναίκα και γέννησε παιδιά. Την είχε δεκαοχτώ χρόνια και ήταν η καλύτερη γυναίκα του χωριού στην ομορφιά και στη καλοσύνη. Η γνώμη του άντρα της γνώμη της, και η λύπη του λύπη της, και η χαρά του χαρά της. Ποτέ δεν αλλάξανε λόγια, καμιά γυναίκα του χωριού δεν κατηγόρησε ποτέ ούτε και θύμωνε και έκανε τις δουλειές της καλύτερα από όλες στο χωριό. Ήταν γελαστή και χαρούμενη και πέταγε η καρδιά της. Σαν έκλεισε τα δεκαοχτώ χρόνια γάμου, τους προσκαλέσανε μια φορά σε ένα γάμο κοντά στη γειτονιά, πήρε λοιπόν ο άντρας τη γυναίκα του και τα παιδιά του σαν νοικοκύρης και πήγε. Και εκεί που χόρευε ο κόσμος όλος, λέει ο παππούς μου : «Γυναίκα δε σηκώνεσαι να χορέψεις και εσύ όπως χορεύουνε όλες;». «Πώς να χορέψω που έχεις το μαντήλι μου. Δώσε το μου και θα χορέψω». Τότε της το έδωσε το μαντήλι με το χέρι του, γιατί αν δεν το έδινε με το ίδιο του το χέρι, ας το άφηνε όπου ήθελε, και μπροστά της, και ας το έκλεβε εκείνη, δεν μπορούσε να ξαναγίνει νεράιδα. Σαν της το έδωσε και χόρεψε και έλιωσε όλους στο χορό, την έβλεπε ο κόσμος που άρχισε να ψηλώνει, να ψηλώνει και σηκωνότανε στον ανήφορο. Σιγά σιγά χάθηκε το ταβάνι και βλέπανε τη Νεράιδα που πήγαινε ψηλά, μέχρι που χάθηκε.