Ο Γιώργος ο Κοσμόπουλος, μαραγκός από το Καστρί είναι άνθρωπος πολύ θεοφοβούμενος. Ξέρει λίγα γράμματα μα όταν του μένει καιρός διαβάζει πάντα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτός βλέπει πολύ συχνά δαιμονικά φώτα που γίνονται ύστερα διάφορα ζώα, βλέπει ζώα να τον ακολουθούν ή να πηγαίνουν μπροστά του, γυναίκες και άντρες πεθαμένους, κριάρια και τραγιά να του φράζουν το δρόμο σε διάφορα μέρη και προπάντων μέσα στο χωριό μας το Καστρί. Μια φορά, το 1857 περίπου, που πηγαίναμε μαζί από το σπίτι μου στο σπίτι του, μας ακολούθησε ένα ζαγαράκι ως το σπίτι του και ξαφνικά χάθηκε. Εγώ όμως δεν το είδα. Αλλά το σπουδαιότερο απ’ όσα του συνέβηκαν είναι αυτό που θα σας πω. Μια Κυριακή πρωί, το 1877 τον Μάιο, πήγαινε με το ζώο του κεράσια στη Σπάρτη να τα πουλήσει. Εκεί στη θέση που τη λένε Μακρουλό χωράφι, μισή ώρα μακριά από το χωριό, κοντά στο ερημοεκκλησάκι του Αη Γιάννη, είδε ξαπλωμένη μπροστά στο δρόμο του μια γυναίκα έως δεκαεφτά χρονών. Άλλο δεν μπορούσε να είναι παρά Νεράιδα, γιατί ήταν πάρα πολύ όμορφη και είχε και ρούχα αρχοντικά, διαφορετικά από εκείνα που φορούν στα χωριά μας. Του έκανε νοήματα με τα χέρια για να του δώσει θάρρος να πάει κοντά της, δεν του μιλούσε όμως μιλιά. Ο άνθρωπος φοβήθηκε, έκανε πολλές φορές το σταυρό του και χτύπησε το ζώο του να γυρίσουν να φύγουν, χωρίς να μιλήσει και αυτός. Αλλά η γυναίκα σηκώθηκε και πήγε μπροστά στο ζώο και τον εμπόδιζε, και έτσι ούτε το δρόμο του να πάρει τον άφηνε, ούτε και να γυρίσει πίσω στο χωριό. Αυτό βάσταξε ως μιάμιση ώρα και ο άνθρωπος άρχισε να ξεθαρρεύει και ευχαριστιόταν να βλέπει την ομορφιά της.. Τότε φάνηκαν κάτι βοσκοί από το χωριό μας που πήγαιναν να ζώα στη βοσκή και σαν τα είδε πήρε περισσότερο θάρρος μπήκε μπρος από το ζώο, το χτύπησε βουβά και κατόρθωσε να πάει στο σπίτι του. Όμως αντί να πάει σε μισή ώρα έκανε μιάμιση γιατί τον σούβλιζαν τα πόδια και το κορμί. Άμα μπήκε στο σπίτι του έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα, είπε και έβαλαν λιβάνι και τον λιβάνισαν και έτσι κάπως τον ελάφρωσαν οι πόνοι και οι σουβλιές. Σε λίγο έστειλε κει έφεραν τον εφημέριο του, τον παπα Γιώργη, και τον διάβασε και έτσι του πέρασαν οι πόνοι. Κατά το δειλινό σηκώθηκε και πήγε στο αμπέλι του, ένα τέταρτο απόσταση σπό το σπίτι του. Εκεί του παρουσιάστηκε η ίδια γυναίκα. Μόλις την είδε έκανε το σταυρό του και έφυγε προς το σπίτι του. Τότε του μίλησε εκείνη και του είπε : «Πήγαινε καημένε, σαν το κατάλαβες!». Αλλά αυτός δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω να δει τι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό έφυγε με συντρόφους του και πήγε να δουλέψει στη Παλιοπαναγιά του δήμου Φάριδος. Εκεί στις δεκαπέντε Αυγούστου γίνεται πανηγύρι και χορεύουν όλες σχεδόν οι γυναίκες του χωριού. Καθόταν και αυτός με άλλους χωριανούς έξω από το χορό. Ξαφνικά βλέπει τρεις γυναίκες με αρχοντικά ρούχα, που έστησαν χωριστά χορό λίγο παραπέρα και χόρευαν σύμφωνα με τα βιολιά και τα όργανα του άλλου χορού. Μια από αυτές τις τρεις ήταν η ίδια γυναίκα που του είχε φανερωθεί μπροστά του. Τρομαγμένος, σηκώθηκε από το θέση του και πήγε και χώθηκε στο μαγαζί του Ηλία του Ξυδιά και έμεινε εκεί πολλή ώρα. Ύστερα βγήκε έξω και τις είδε και χόρευαν ακόμη, άλλος κανείς όμως δεν τις έβλεπε. Μπήκε πάλι μέσα στο μαγαζί κατακίτρινος από το φόβο του. Ένας φίλος του από τη Παλιοπαναγιά, ο Παναγής Σαχλάς, τον κατάλαβε, γιατί του είχε πει τι του είχε συμβεί στο Καστρί και τον πήρε μαζί του και κάθισαν ως το βράδυ. Από κει πήγαν στου κουμπάρου του που τον είχε καλεσμένο και τους εξήγησε τα γεγονότα. Σαν τα άκουσε ο πατέρας του κουμπάρου του, ο παπα Σαράντης, σηκώθηκε και έκανε λειτουργία και του έδωσε και ένα φυλαχτό. Το πήρε αυτός και το φύλαγε πάντα πάνω του. Από τότε πολλές φορές σε διάφορους δρόμους, όταν ήταν μόνος, κυρίως στο δήμο Φαρίδος, την είδε εκείνη τη πρώτη γυναίκα που είδε στο Καστρί, αλλά από μακριά. Δεν τον πλησίαζε όπως παλιά και του έλεγε : «Τι φυλάγεσαι καημένε;». Αυτό εξακολούθησε πέντε, έξι μήνες. Σε αυτό το διάστημα τη συνάντησε καμιά εικοσαριά φορές. Αλλά με τις λειτουργίες που κάθε τόσο έκανε γλίτωσε και δεν ξαναείδε.