Ο Μιχάλης ο Αποστολάκης, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είδε μια νύχτα στον ύπνο του έναν Αράπη και του είπε να πάει στο τάδε μέρος να σκάψει και θα βρει θησαυρό. Ο Αποστολάκης δεν έδωσε καμία σημασία. Την άλλη νύχτα πάλι έρχεται ο Αράπης, πάλι το ίδιο. Και τη τρίτη νύχτα πάλι, και του λέει «Βρε γιατί δεν πήγες εκεί πους ου είπα;» και του δίνει ένα μπάτσο. Σηκώθηκε αυτός τρελαμένος και πήγε στο παπά και του εξομολογήθηκε την ιστορία. Ο παπάς του είπε να πάει εκεί που του είπε ο Αράπης να σκάψει και θα βρει θησαυρό. Και να πάρει και ένα κόκορα να τον σφάξει στο μέρος που του έδειξε για να ματώσει το θησαυρό. Και όταν σκάβει να μην φοβηθεί καθόλου από τις φωνές και την ταραχή που θα γίνει. Πήγε εκείνος έσκαψε και βρήκε ένα πιθάρι. Το ανοίγει μα αντί για θησαυρό ήταν γεμάτο κάρβουνα. Και αυτό γιατί δεν έπρεπε να μαρτυρήσει το όνειρο που είδε.