Φέτος το Μάη που μας πέρασε (τέλη του 19ου αιώνα), ένα παιδί τριών, τεσσάρων χρόνων στις Κλουκίνες, εγγόνι του παπά, πήρε ένα τενεκέ μισοκαδιάρικο και πήγε στη βρύση να πάρει νερό και δεν γύρισε. Κοίταξαν παντού να το βρουν μα του κάκου. Ύστερα υπέθεσαν πως κανένας λύκος θα πέρασε από εκεί και το άρπαξε και το πήγε αλλού και το έφαγε. Έτσι σταμάτησαν το ψάξιμο. Έπειτα από τρεις μέρες ένας που πήγαινε στα Καλάβρυτα άκουσε κλάματα μικρού παιδιού, ως τρία τέταρτα της ώρας διάστημα από το χωριό του μικρού παιδιού, στη ρίζα της Νεραϊδοράχης. Σαν γύρισε από τα Καλάβρυτα (γιατί πήγαινε εκεί να δώσει ένα τηλεγράφημα και βιαζόταν και δεν γύρισε αμέσως στο χωριό), το είπε τι άκουσε στους συγγενείς του παιδιού. Εκείνοι έτρεξαν αμέσως στο τόπο που τους είπε και το βρήκαν πράγματι εκεί, που κρατούσε ακόμη το τενεκέ στα χέρια και έκλαιγε, μα αδύνατα και ξεψυχισμένα. Το σαγόνι του ήταν στραβωμένο και τα μούτρα του μελαψά και τα μάτια του αλλήθωρα. Το πήγαν αμέσως στο χωριό, το διάβασαν στην εκκλησία, το περιποιήθηκαν και έγινε εντελώς καλά, αλλά δεν μπορούσε να πει που ήταν και πως βρέθηκε εκεί. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία πως το είχαν πάρει οι Νεράιδες και το άφησαν εκεί στη ρίζα της Νεραϊδοράχης.