Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου ο παπα Νικόλας, ήταν εισπράκτορας πριν γίνει παπάς. Μια φορά ερχόταν από τα Λύκα. Έφτασε νύχτα στο Φραγκόβρυσο και βρήκε εκεί το γέρο Νικολή τον Προκοπάκη και κινήσανε με αυτόν για δω. Θα ήτανε δώδεκα η ώρα που περάσανε του Εισαγγελέα το χάνι και φτάσανε στη Μάκρη. Εκεί παρακάτω ήταν ένα γεφύρι και βλέπουν κάτι Νεράιδες που χτενίζονταν. Πώς να περάσουν τώρα; Βαρούν τα άλογα δυνατά, κάνουν ένα ντου και περνάνε. Κάνουν να δουν πίσω τους και βλέπουν τις Νεράιδες να έρχονται ξεμαλλιασμένες και φουρκισμένες σαν λυσσιάρικα σκυλιά. Είχανε κάτι λιθάρια στα χέρια τους και τους πετροβολάγανε. Βαράνε τα άλογα, τα καταματώνουνε και αρχίζουν τις προσευχές. Μα τίποτα! Οι Νεράιδες όλο και ζυγώνανε και βροχή πλέον τα λιθάρια. Τους φέρανε κυνηγώντας ίσια έξω από του Γιωργίτσα. Εκεί πλέον έπεσαν κάτω τα άλογα από τη κούραση και αυτοί περιμένανε να τους αρπάξουν οι Νεράιδες. Μα λαλήσανε τα κοκόρια και οι Νεράιδες χαθήκανε στη στιγμή. Το άλογο του πατέρα μου το βρήκε ένα λιθάρι και έβγαλε ένα πόνο που δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Λένε πως αν βαρέσει Νεράιδα με λιθάρι κάποιο άνθρωπο ή ζώο δεν γιατρεύεται ποτέ.