Στα Άσπρα πανιά που είναι στο Σκοπό οι Νεράιδες απλώνουν τα ρούχα τους, αφού τα πλύνουν και όποιος περάσει από εκεί είναι αδύνατον να μην τον βλάψουν. Μια φορά σε ένα σπίτι συνομιλούσα με μερικές γυναίκες και έφερα επίτηδες το λόγο μου για το μέρος αυτό και έλεγα πως δεν πιστεύω όσα λένε για να δώσω αιτία να μου πουν περισσότερα. «Μπα δάσκαλέ μου», μου λέει τότε μία από αυτές, «για τις Νεράιδες δεν πιστεύεις; Όπου και να πας είναι μία από αυτές. Σε πηγάδι δεν είναι; Σε λίμνη δεν είναι; Σε βρύση δεν είναι;» «Εγώ», αποκρίνεται μια άλλη, «είναι αδύνατο να πάω στο πηγάδι νύχτα να βγάλω νερό και να μη ρίξω πρώτα τρία χαλίκια». «Και γιατί αυτό;», ρώτησα εγώ. «Γιατί δάσκαλέ μου; Και ρωτάς το γιατί; Τα τρία χαλίκια έχουν μεγάλη δύναμη και έτσι και τα ακούσουν φεύγουν». «Μα δεν είδατε τι έπαθα εγώ νοικοκυράδες μου;» είπε μια άλλη, «τον καιρό που πήγα να δω την καημένη τη Καλλιόπη που ήταν άρρωστη;» «Τι;» της λέω εγώ. «Εγώ δάσκαλέ μου πάτησα πάνω στη τάβλα τους γιατί καθώς περνούσαμε μαζί με άλλες από τα αλώνια του Φραγκόπουλου, εγώ πάτησα επάνω στο φιλιατρό του πηγαδιού. Αμέσως μου ήρθε μια σουβλιά σε όλα μου τα κόκαλα και μαζί με τη σουβλιά ανατριχίλα και κεφαλόπονος. Έτσι γύρισα στο σπίτι έπεσα στο κρεβάτι άφωνη, άλαλη, κάψα και εμετός που δεν ήξερα που βρίσκομαι, όλο μου το κορμί γέμισε κάτι πετάλες μαύρες και μεγάλες σαν τάλαρα και για να σας κοντολογήσω κόντεψα να πεθάνω. «Μα δεν είδατε τι έπαθε ο κακομοίρης ο Παναγιώτης ο Κουτσοπέτρος για να περάσει από τα Άσπρα πανιά» λέει μια άλλη, «που τον χτυπήσανε και μουρλάθηκε και είναι τα’ωρα έξι χρόνια μουρλός;»