Ένας χωριάτης ερχότανε από τις Βαραίς στη χώρα και καβαλίκευε τη φοράδα του. Σε λίγο βλέπει πίσω του να τον ακολουθεί ένα πουλάρι. «Μπα, το πουλάρι μου ακολουθεί το μάνα του, πως βγήκε; Ας είναι», λέει. Το πουλάρι ήταν ανήσυχο και είχε περίεργο βάδισμα. Ο χωριάτης φοβήθηκε γιατί είδε πως το πουλάρι, πότε γινότανε μοσχάρι, πότε γαϊδούρι, πότε γουρούνι. Κάνει το σταυρό του, βλέπει ξαφνικά μία λάμψη, και το περίεργο ζώο χάθηκε. Ήταν ο διάολος.