Ένας φτωχός άνθρωπος είδε στον ύπνο του ένα Μώρο με ένα φέσι, το στοιχειό του σπιτιού, και του είπε να σκάψει στο κατώγι του και θα βρει θησαυρό. Ξύπνησε, σηκώθηκε, πήγε και ξύπνησε χαρούμενος τον αδερφό του και του είπε το όνειρο. Πήρανε την αξίνα και κατεβήκανε. Σκάψανε και βρήκαν όρθια τούβλα και μέσα κάρβουνα. Θύμωσαν αλλά έπειτα γελάσανε με το πάθημά τους που πιστέψανε στο όνειρο, ωστόσο όταν ξημέρωσε είπανε το περιστατικό στο κόσμο. Ένας γέρος του είπε πως έκανε λάθος να πει το όνειρο, γιατί ο Μώρος είναι το στοιχειό του σπιτιού, έπρεπε να μην πει σε κανένα τίποτα και να πάει να σκάψει και τότε θα έβρισκε το θησαυρό. Μετά το μεσημεριανό φαγητό εκείνος που είδε το όνειρο πάει να πάρει νερό από το πηγάδι και σαν ένα χέρι να τον έσπρωξε, έπεσε μέσα και πνίγηκε. Από τη λύπη της, η γυναίκα του τρελάθηκε. Ο αδερφός του τσακώθηκε και σκοτώθηκε . Όλη η οικογένεια ξεκληρίστηκε στο τέλος, μια και τα παιδιά τους πέθαναν πριν βγει ο χρόνος.