Κάτω από τη γέφυρα δυο ψαράδες είχαν τοποθετήσει από τη μια ως την άλλη όχθη όρθια δίχτυα (βρόχια) για να πιάσουν ψάρια. Το βράδυ ο ένας έφυγε για το σπίτι του στα Τρίκαλα και ο άλλος έμεινε για να φύλαξη τα δίχτυα. Ενώ λοιπόν καθόταν ο ψαράς στην όχθη του ποταμού, είδε ξαφνικά μια φωτεινή στήλη να υψώνεται μέχρι τον ουρανό και συγχρόνως άκουσε θαυμάσιες ψαλμωδίες. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, του προξένησε φόβο, αλλά και περιέργεια. Έτσι αφού πέρασε άυπνος τη νύχτα στην κουφάλα ενός δέντρου, το επόμενο πρωί έτρεξε και διηγήθηκε στο σύντροφο του το γεγονός. Το άλλο βράδυ παραφύλαξαν και οι δυο μαζί. Περίμεναν αρκετή ώρα με αγωνία και ξαφνικά είδαν να επαναλαμβάνεται το θαυμαστό εκείνο φαινόμενο. Όταν άρχισε να ροδίζει η ανατολή, πλησίασαν με φόβο το μέρος, όπου είδαν τη φωτεινή στήλη. Το φόβο τους όμως διαδέχτηκε ή χαρά, μόλις είδαν την Κεφαλή του Αγίου μπλεγμένη στα δίχτυα τους. Την πήραν λοιπόν και την πήγαν στην Ιερά Μονή Δουσίκου, όπου ο Ηγούμενος τους έδωσε τα 50 γρόσια, πού είχε υποσχεθεί στον Αρβανίτη. Πέρασαν περίπου έξι μήνες από τότε και τα γεγονότα αυτά μαθεύτηκαν στην Ιερά Μονή Κορώνας. οι Μοναχοί της Μονής έστειλαν αμέσως τον Ηγούμενο μαζί με τον προεστό του Νεοχωρίου Παναγιώτη Κωσκολά, για να ζητήσουν την Αγία Κεφαλή του άλλοτε Ηγουμένου τους Αγίου Σεραφείμ. Όταν έφτασαν στα Τρίκαλα, βρήκαν το Μητροπολίτη Λαρίσης Θεωνά, τον οποίον και παρακάλεσαν να μεσολάβηση. Αυτός δέχτηκε ευχαρίστως να πάρει η Ιερά Μονή Κορώνας από την Ιερά Μονή Δουσίκου την Κεφαλή του Σεραφείμ, αφού δώσει τα 50 γρόσια πού είχαν ξοδευτή για την απόκτηση της. Αυτό και έγινε και αφού πήραν την Αγία Κεφαλή και την πήγαν στην Κορώνα, την τοποθέτησαν σε κατάλληλο ιερό κιβώτιο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ή Αγία Κάρα- όχι ολόκληρη η Κεφαλή -.