"Αμα ποθαίνουν σί άθρώποι κάθε Σάββατο έκάμναμ μια μπίτα οί yεναϊκες κι Ιδία ντην τού , Διπότατου πού περνούσε άπό τό σπίτι. 'Η Καλή τού Φασουλαρή είχεν ντά βόδια τους στό Λακκί κι είχασι τήν "Αννα τού Τρύλλια κοπέλι. 'Επέρασεν ό Διπότατος έντού 'δωκα ντή μπίτθα. 'Ηταν πάνω στ' άράφι μέσα στήν-μαντήλα τυλτ(y)μένη. Τό βράδυ στό Λακκί πού ξώμενε ή "Αννα τού Τρύλλια θωρεϊ στόν ύπνο ντης τήμ-μάνα τής Καλής τού Φασουλαρή τήμ-Μαρyιά τού Καπίτη και τής λέει:

- «Μωρή έμ μού 'στειλαν ψωμί σήμεμη». Σηκώνεται αυτή τή yκυριακή πρωί πρωί κι έρχεται μπρός καί άμα τήν είδαν τής λέουσι: - «Μωρή "Αννα ίντα θέλεις έδώ, πού φηκες τά βόδια, "Εμ μ ' εφηκεν άπόψε ή Κυράτσα νά κοιμηθώ κι ήρτα νά σάς πώ: 'Εδόκατε τού Διπdτατου, τή μπίτθα,•» -  "Ω κακομοίρα έξεχάσαμέ ντη μπάνω στ' άράφι πάρτει καί πάαινε νά τού τή δ-άώκεις».