Πρίν άπό έκατό καί πάνω χρόνια είχε πέσει μεγάλο θανατικό στό νησί. 'Επιδημία εύλοyιάς πού κράτησε δυό-τρία χρόνια. Κάθε μέρα έποθαίναν πολλοί. 'Η ευiλογιά έκανε θραύση στά παιδιά μά κι οι μεγάλοι έ-μπή(y)αιναν πίσω. Οικοyένειες έξεκληρίστησαν. 'Ο κόσμος ήταν σέ μεγάλη αγωνία καί απόγνωση. Μιά κοπέλα είχε έρτει ά(π)οπέρα άπό τή Κώ γιά νά κάμει τό νιάμερο στή Σπηλιανή. Τής άρεσε κι έμεινε άπό χρόνια σά yκόρη τής Παναγιάς. Μιά μέρα ή κοπέλα αύτή μπρό(β)αλε άπό τή μπόρτα τοϋ Κάστρου, τότες τό μέρος έκείνο τό έλέασι Μαντινάδα κι φώναξε όπως έφώναζε ό διnότατος σάν διαλαλοϋσε: - «'Ακούσετε όλοι, μικροί καί μεγάλοι». "Ολο αύτό τό καιρό τοϋ θανατικοϋ ή Παναγιά έλειπε άπό τό νησί Τήν νύχτα γύρισε καί μοϋ 'πε πώς άπό σήμερα Θά σταματήσει ή εύλογιά κι όσοι είναι άρρωστοι θά γίνουν καλά
θΚα(ν)ένας δεν Θά ποθάνει. 'Η κόρη έκατέβηκε άπό τή Σπηλιανή κάτω στό Μαντράκι, κι Ι γύρισε άπό σπίτι σέ σπίτι πού 'χαν άρρωστο καί τούς έλεε πώς Θά γίνουν καλά. 'Από τήν ήμέρα και ώρα έκεfνη κα(ν)ένας έν έπόθανε. Το θανατικό έσταμάτησε απότομα
0 Σχόλια: