Τοϋ Φραζή τού Ζερβού έπέθανε ή γυναίκα του καί τοϋ 'φηκε όχτώ παιδιά. Φτώχεια, κακομοιριά καί μιζέρια. Ε! τό βράδυ πού πή(y)ε καί τήν έχωσε κι ήρτε, έβαλε τά παιδιά κι έκοιμήθησαν. Αύτός ο χρουσούζης σκεφτικός πωςς θά τά βγάλει πέρα; Οι έποχές άσκημες έπf Τουρκίας. Λοιπό εκεία πού 'κάθετο ό κακόμοιρος πάνω στό μπάyκο κονμπισμένος τό μπαίρνετ ο ύπνος καί (α)κούετ τής yεναίκας τον τήν φωνή καί τού λέει: - «Φραζή μήν έννοιάζεσε πάνω στ' άράφι κοντά στά κονfσματα πού είναι ένα φλεζάνι βάστρενο έχω μέσα μισό μεζίτι καί θά τό πιάνεις νά κάμνεις τήν δουλειά σου». Σηκώνεται ο κακόμοιρος, πάει. Θωρεί ένα καινούργιο-καινούργιο νόμισμα. Τό άλλο πρωί τό ίδιο, τό άλλο πρωί πάλι τό ίδιο. Έπαιρνε των μπαιδιών ντου τή ζάχαρη, έπαιρνε τό γαζί τον έπαιρνε τά σπίρτα τον, τό σαπούνι του καί τό ψωμάκι του. 'Ο έμπορος ο πονηρός πούξερε πώς ήτο φτωχός κι έθώρη ντό νόμισμα καινούργιο καινούργιο. τσιλικο ύποψιάστηκε καί τού λέει: - «Βρέ Φραζή ψαλίδιέχεις καί κόβεις τό μισό μεζίτι κάθε μέρα,'» 'Ε ντό 'πέ μιά έ ντό 'πε δυό έν τό 'πε τρεις. Ε! έξέφυ(y)ε ντου καί τό 'πε αύτοδά ήτο χα! τό πρώτο, αύτοδά ήτο καί τό τελευταίο. Ίχασεν ό Φραζής τό μισό μεζίτι.