Συμβαίνουν κάποτε μερικά πράγματα εις την ζωή μας τα οποία αν δεν παραμενουν ανεξήγητα δεν λησμονούνται όμως ποτέ, τόσον δια την βαθειάν εντύπωσιν που προξενουν όσο δια το περίεργον αυτών.

Ακούστε αυτήν την ιστορία που μου συνέβη κάποτε και η οποία είναι βαθειά χαραγμένη στη μνήμη μου μολονότι παρήλθον από τόσα πολλά χρόνια. Είχα ένα φίλο τον οποίο αγαπούσα πολύ τόσο για την αγαθότητά του όσον δια την πίστιν του που είχε δια μερικά πράγματα Επίστευεν ακράδαντα ότι η ψυχή αποχωριζόμενη του σώματος ημπορούσε κάλλιστα να υποδεικνύει την ύπαρξί της.

Τακτικώτατα έβγαινα μαζί του περίπατο και επηγαίναμε κατά προτίμηση εις μέρη ερημικά και εκεί καθήμενοι από κάτω από κανενα πεύκο εδηιγούμεθα διάφορες ιστορίες μεταφυσικές ως επί το πλείστον διότι εις αυτάς έρρεπεν ιδίως ο καλός εκείνος φίλος.

-Έχω πεποίθησιν, μου έλεγε συχνά, οσάκις επαρουσιάζετο ευκαρία, ότι όταν πεθάνω κάποτε θα ημπορέσω να σου πω κάτι τι... λάβε δε υπ' όψιν σου ότι δεν ηξεύρω διατι, κάτι τι μου λέγει ότι θα αποθάνω αιφνιδίως. Προαίσθησις βέβαια η οποία ελπίζω να μην πραγματοποιηθεί.

-Διατί; Ο αιφνίδιος θάνατος φίλε μου είναι ο ωραιότερος των θανάτων, αν ημπορή ο θάνατος να είναι ωραίος. Μη λησμονείς ότι ο αιφνίδιος θάνατος είναι η Ευθανασία την οποία ηύχοντο εις αλλήλους οι πρόγονοί μας,

-ΔΕν το λησμονώ απήντησα. Αλλά δεν άφισες να τελειώσω την φράσιν μου. Έλεγα οτι ελπίζω ότι η προαίσθησίς σου εκείνη να μην επραγματοποιείτο γρήγορα. Είμεθα ακόμα νέοι και έχομεν εμπρός μας ένα μέλλον το οποίον αρέσκομαι να πιστεύω ρόδινον.

-Ημπορεί. Οπωσδήποτε όμως η μοιραία στιγμή αργά ή γρήορα θα σημάνει και τότε η ψυχή φτερουγίζουσα ως ένα ωραίο πουλί θα πετάξει από τη φωλιά της η οποία είναι το σαρκιον μας. Λοιπόν όπως σου είπον έχω πεποίθησιν ότι δεν θα αποθάνω κατόπιν ασθενείας αλλά απροόπτως καθ 'ήν ακριβώς στιγμήν κάθε άλλο θα σκέπτομαι παρά τον θάνατον, όπως κάμνομεν αυτήν την στιγμήν.

-Όλα ειναι πιθανά, απήντησα σκεπτικός

Οι περίπατοι μας εξακολουθούσαν επί πολύν χρόνον. Δεν είχαμεν αφίσει γωνιά των αθηναϊκών εξοχών χωρίς να την επισκεφθώμεν. Πολλές φορές μάλιστα επηγαίναμεν μέχρι των Μεσογείων και εις άλλα μακρυνά χωριά διοτι μας ήρεσκεν η συντροφιά και η συνομιλία των αγαθών χωρικών.

Κάποτε μου είπε :

-Σήμερα δεν έχω διάθεσι να κάνω περίπατο. Είμαι κουρασμένος χωρίς εν τούτοις να κάνω τίποτα το οποίον να με κουράση. Θέλεις να πάρουμε το τραμ, ελέγετο τότε κωλοσούρτης, και να πάμε ως το Παληό Φάληρο;

-Να πάμε είπα. Μ' αρέσει η θάλασσα και σου ομολογώ ότι την επεθύμησα...

Επήραμε λοιπόν το τρσμ από τη πλατεία Ανακτόρων, ήταν τότε ο τελικός σταθμός και με σαράντα λεπτά ο καθένας, όσον εστοιχιζε το εισητήριον, εφθάσαμεν εις το Παλαιόν Φάληρον και εκεί επήγαμεν εις την αλησμόνητην παράγκα του Πρινοπούλου όπου τώρα το εργοστάσιον της Ούλεν και παραγγείλοντες να μας ψήσουν δυο λαχταριστά λιθρίνια υπήρχαν τότε τέτοια ψάρια ειας τας Ελληνικάς θάλασσας και αρχίσαμε τις κουβέντες μας. Έξαφνα ο φίλος μου εκεί που ανέπτυσσε με ηρεμίαν την περί ψυχής θεωρίαν του εσιώπησεν. Ενόμισα ότι η αιτία της σιωπής του ήταν να συγκεντρώσει καλλίτερον τες ιδέες του, αλλά παρατήρησα ότι είχε γίνει πολύ ωχρός και ότι ήταν έτοιμος να πέσει από το κάθισμά του. Επροσπάθησα να τον  συγκρατήσω αλλά αντελήφθην ότι είχε γίνει πολύ βαρύς, ανησυχήσας δε εκάλεσα τον μακαρίτη Πρινόπουλος και τον υπάλληλό του να προστρέξουν εις βοήθειάν μου...

Αλλοίμονον, όλα ήσαν περιττά. Ο πτωχός μου φίλος προσβληθείς υπό κεραυνοβόλου αποπληξίας κατέκειτο νεκρός εις την αγκαλιά μου, από στιγμής δε εις στιγμήν ησθανόμην ότι το σώμα του επάγωνε. Ο υπάλληλος του Πρινόπουλου λεσπευσε προς αναζητησιν ιατρού ο οποίος εκατοικούσε κάπου εκεί στο Ξηροτάγαρου, όταν δε ήλθε δεν μπόρεσε να κάμη τίποτε παρά να πιστοποιήσει τον θάνατον.

Ετοποθετήσαμε το πτώμα εις μίαν άμαξαν και ο ιατρός, ένας αστυφύλακας και εγώ επέβημεν της ιδίας αμάξης. Όταν εφθάσαμεν στο σπίτι του έτρεξαν οι συγγενείς του να τον παραλάβουν.

Τότε συνέβη κάτι τι το παράδοξομ και το οποίον ήλθεν εις επίρρωσιν των λεγομένων υπό του ατυχούς φίλου μου περί ψυχής. Ήκουσα ευκρινώς και αναμφισβήτως την φωνήβ του να μου λέγη, Ευχαριστώ...καλήν αντάμωσιν...

-Ακούσατε εφώναζα εις όλους τι μου είπε,

-Ποιος, μου απάντησαν εκείνοι.

-Να, ο φίλος μου, ο πεθαμένος

Οι συγγενείς και οι άλλοι ν' εξέλαβαν ως τρελλόν, ο δε ιατρός ηρκέσθη να μειδιάσει...

Εγώ όμως δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μακάβρια λόγια του φίλου μου τα οποία ήκουσα πολύ καλά όπως δεν θα ξεχάσω επίσης και το μειδίαμα του ιατρού...

Πόσο μεγάλοι ηλίθιοι ήσαν τότε μερικοί ιατροί.