Την επόμενη πληροφορία μου διηγήθη ο Δημήτριος Κων. Ανδρακάκος προοδευτικός και μορφωμεος κάτοικος του χωριού διετελέσας επί πολλά έτη αγροτικός ταχυδρόμος των πέριξ της Μυρσίνης μικροτέρων χωρίων :

"Ερχόμουνα από τον Λυγερέα και εκεί στους Μπούτηδες, σε ένα μέρος με κλαριά πάνου από τον Βάτακα, άκουσα ένα μούου-μούου-μούου κ' ερχότουνα κοντά μου μέχρι το Γαλαράκι ίσια με διακόσια μέτρα. Ήταν μέρα Σάββατο. Η ώρα ήταν με τα μουτζώματα, ως μία ώρα νύχτα. Την Τετάρτη ξανανύχτιωσα, μα δεν άκουσα τίποτα. Το άλλο Σάββατο πάλι νύχτιωσα κατά την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος και άκουσα πάλι βογκητό. Έκανα το σταυρό μου, μα εκείνο δεν σταμάταε. Την Τετάρτη πάλι ξανανύχτιωσα και τίποτα δεν άκουσα μα εγώ φοβήθηκα για το τρίτο Σάββατο και γύρισα πίσω.

Καθόμαστου με τη γυναίκα μου στο σπίτι και κουβεντιάζαμε. Το ίδιο πάλι βογκητό βόγκηξε μέσα στο σπίτι μας. Σηκώθηκε η γυναίκα μου και άνοιξε στο δωμάτιο που κοιμόντουσαν τα τρία παδιά μας και φώναξε στο μεγαλύτερο: - Δημητρούλι τι έχεις; - Τίποτα μάννα - Ποιο παιδί εβόγκηξε; - Δεν ξέρω μανούλα. Σε δύο μέρες το Δημητρούλι μας πέθανε".

Το περιστατικό συνέβη στο τέλος Οκτωβριου 1941 και αμέσως εις τας 2 Νοεμβρίου συνέβη ο θάνατος της πρωτοτόκου κόρης, της Δημητρας, την οποίαν οι γονείς της χαϊδευτικώς εκάλουν "το Δημητρούλι". Μου διηγήθη την ιστορία ο πληροφοριοδότης πατήρ. Αλλά δεν επρόκειτο περί λαϊκής παραδόσεως, την οποά άκουσε να θρυλήται παρ' άλλων. Είχεν ακράνδατον την πίστη ότι επρόκειτο περί ενεργείας κακοποιού πνεύματος. Και είχε το ύφος ανθρώπου αναπολούντος τραγικά βιώματα και δακρύοντος εις το τέλος δια την οικογενειακή συμφοράν.