Όταν ήμουν 8 ετών πέθανε ο παππούς μου Θεόδωρος Καίρης, δικηγόρος στη Μεσαριά Άνδρου, μαθητής του Καίρη, ο οποίος ασχολούταν συνεχώς με φιλοσοφικές μελέτες, είχε μάλιστα ετοιμάσει σε μορφή χειρογράφου και μία μεγάλη μελέτη περί αθανασίας της ψυχής έτοιμη προς έκδοση. Αφού έπαθε πνευμονία μετά από έξι μέρες πέθανε, έχοντας μέχρι την τελευταία στιγμή έντονη τη πίκρα που δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει το έργο του. Κατά το ψυχορράγημά του με δάκρια στα μάτια ζήτησε χαρτί και μολύβι και έγραψε : «Αφήνω τη ζωή χωρίς να φέρω εις πέρας το πνευματικό μου έργο. Τα αγαπητά μου παιδιά να συνεχίσουν την εργασία μου και να την φέρουν εις πέρας. Η εκτύπωση θα κοστίσει 5-7 χιλιάδες δρχ.» Η κηδεία έγινε στο νεκροταφείο Μεσαριάς, το δωμάτιό του σφραγίστηκε από τον Ειρηνοδίκη επειδή ο γιος του έλειπε στην Αθήνα. Στο σπίτι μέναμε εγώ, η γιαγιά μου Μόσχα Καίρη και μια γριά υπηρέτρια. Από τις 10.30 το βράδυ, άρχισαν να ακούγονται από το διπλανό σφραγισμένο δωμάτιο όπου πέθανε ο παππούς μου ήχοι βαριών γεροντικών βημάτων, εντελώς όμοιοι με τα βήματά του. Επίσης ακουγόταν η βιβλιοθήκη διαρκώς να ανοίγει και να κλείνει και ένα διαρκές ξεφύλλισμα βιβλίων. Κάποιες φορές ακουγόταν δυνατοί κρότοι στη πόρτα του δωματίου, σαν ήχος ισχυρού πριονίσματος, σαν να ήθελε κάποιος με μανία να ανοίξει ή να σπάσει τη πόρτα. Τα βήματα αυτά ακούγονταν επίσης και έξω από το δωμάτιο του παππού, στη τραπεζαρία όπου έκαιγε πάντα τη νύχτα καντηλάκι και έφταναν μέχρι τη πόρτα του δωματίου μας. Συγχρόνως ακουγόταν από το καντηλάκι κρότος σπασμένου γυαλιού σαν να έσπαζε το δοχείο, ενώ όταν πηγαίναμε να δούμε δεν βρίσκαμε καμία βλάβη. Η γιαγιά μου έλεγε στην αρχή για να με καθησυχάσει ότι ήταν ποντίκια. Εγώ όμως ήμουν κατατρομαγμένη και τότε η γιαγιά μου, είπε : -Δεν πρέπει να φοβάσαι… είναι ο παππούς… Δεν θέλει να φύγει από το σπίτι, ήρθε να μας δει… Όταν ακούγονταν οι κρότοι, φώναζε ώστε να ακουστεί : -Θεόδωρε, σε ακούμε που περπατάς… Έλα μπροστά μου να σε δω… Θέλω να μου παρουσιαστείς… Να σημειώσουμε εδώ ότι ο αποθανών σύζυγος την είχε μυήσει στις ιδέες του, έτσι ώστε δεν φοβόταν το θάνατο. Πήγαινε μάλιστα συχνά τις νύχτες στο νεκροταφείο με την ελπίδα να τον δει. Οι κρότοι αυτοί κράτησαν σαράντα μέρες ακριβώς. Ελένη Καίρη – Αντιγόνη Σακαλή