Την 11η Απριλίου 1897 βρισκόμουν στη Κρήτη μαζί με τη φοιτητική φάλαγγα στις προφυλακές του Ταυρωνίτη της Σούδας όταν κατά τις 3 μ.μ. είδα το εξής όνειρο : Ενώ βρισκόμουν μέσα σε πολύ κόσμο είδα τον θείο μου ο οποίος με προστάτευε σαν ορφανό και με υπεραγαπούσε να με παρακαλεί να επανέλθω στο σπίτι του και στις εργασίες μου τις οποίες εγκατέλειψα προς μεγάλη δυσαρέσκειά του, φαινόταν επίσης πολύ στεναχωρημένος από την μη υπακοή μου. Ξύπνησα και σημείωσα το όνειρο στο ημερολόγιό μου. Ήταν Μ. Πέμπτη. Μετά από μία ώρα μία βάρκα από τα Ευρωπαϊκά πλοία που υπήρχαν εκείνες τις μέρες στη Σούδα ήρθε προς τα εμάς. Μέσα στη βάρκα υπήρχαν ναύτες και ένας Άγγλος αξιωματικός ο οποίος μας κοινοποίησε διαταγή του διοικητή μας να φύγουμε αμέσως για την Ελλάδα. Επιστρέφοντας μετά από πολλές περιπέτειες λόγω του αποκλεισμού στην Αθήνα, έμαθα από έναν συμπατριώτη μου για τον θάνατο του θείου μου την ημέρα ακριβώς που είδα το όνειρο και την ίδια ώρα, 3 μ.μ. Ακόμα οι συγγενείς μου, μου είπαν επί λέξει και τα εξής λόγια τα οποία έλεγε τις τελευταίες στιγμές του μέσα από μεγάλους πόνους : «Αχ, Νιόνιο μου, έλα παιδί μου, έλα να σε δω, που είσαι;» Ιατρός κ. Διονύσιος Μαρκόπουλος