[30.1] Ἀθηναίοις δέ φασι τὴν συμφορὰν οὐχ ἥκιστα διὰ τὸν ἄγγελον ἄπιστον γενέσθαι. ξένος γάρ τις ὡς ἔοικεν ἀποβὰς εἰς Πειραιᾶ καὶ καθίσας ἐπὶ κουρεῖον, ὡς ἐγνωκότων ἤδη τῶν Ἀθηναίων λόγους ἐποιεῖτο περὶ τῶν γεγονότων. [30.2] ὁ δὲ κουρεὺς ἀκούσας, πρὶν ἄλλους πυνθάνεσθαι, δρόμῳ συντείνας εἰς τὸ ἄστυ καὶ προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσιν εὐθὺς κατ᾽ ἀγορὰν ἐνέβαλε τὸν λόγον. ἐκπλήξεως δὲ καὶ ταραχῆς ὡς εἰκὸς γενομένης, οἱ μὲν ἄρχοντες ἐκκλησίαν συναγαγόντες εἰσήγαγον τὸν ἄνθρωπον· [30.3] ὡς δ᾽ ἐρωτώμενος παρ᾽ οὗ πύθοιτο, σαφὲς οὐδὲν εἶχε φράζειν, δόξας λογοποιὸς εἶναι καὶ ταράττειν τὴν πόλιν, εἰς τὸν τροχὸν καταδεθεὶς ἐστρεβλοῦτο πολὺν χρόνον, ἕως ἐπῆλθον οἱ τὸ πᾶν κακὸν ὡς εἶχεν ἀπαγγέλλοντες. οὕτω μόλις ὁ Νικίας ἐπιστεύθη παθὼν ἃ πολλάκις αὐτοῖς προεῖπεν.

Μετάφραση :

[30.1] Λένε πως οι Αθηναίοι δεν πίστευαν ότι είχε συμβεί η συμφορά, και αυτό κυρίως εξαιτίας αυτού που έφερε την είδηση. Γιατί, όπως φαίνεται, κάποιος ξένος που αποβιβάστηκε στον Πειραιά και είχε καθίσει σε ένα κουρείο μιλούσε για τα γεγονότα της Σικελίας σαν αυτά να ήταν κιόλας γνωστά στους Αθηναίους. [30.2] Όταν τα άκουσε ο κουρέας, πριν τα μάθουν και άλλοι, έτρεξε ολοταχώς στην Αθήνα, συνάντησε τους άρχοντες αμέσως και στη συνέχεια διέδωσε τα νέα στην αγορά. Όπως αναμενόταν, δημιουργήθηκε πανικός και αναταραχή· οι άρχοντες συγκάλεσαν συνέλευση και παρουσίασαν τον άνθρωπο που έφερε την είδηση. [30.3] Και καθώς, όταν ρωτήθηκε από ποιον το έμαθε, δεν μπορούσε να δώσει καμιά σαφή απάντηση, έδωσε την εντύπωση ότι ήταν παραμυθάς και αναστάτωνε την πόλη· γι ᾽αυτό τον έδεσαν στον τροχό και τον βασάνισαν για πολύν καιρό, μέχρι που έφτασαν οι αγγελιαφόροι και ανάγγειλαν πώς είχε η όλη υπόθεση. Έτσι, μόλις και μετά βίας έγινε πιστευτό από τους Αθηναίους ότι ο Νικίας έπαθε όσα είχε προβλέψει και είχε πει πολλές φορές σ᾽ αυτούς.