Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, στις 21 Μαΐου τελείται μια «ασυνήθιστη» θρησκευτική λατρεία στη Βόρειο Ελλάδα, γνωστή σαν Αναστενάρια ή Νεστενάρια. Τα αναστενάρια τα ασκούσαν ως το 1922 οι Έλληνες μερικών χωριών των περιφερειών Αγαθουπόλεως και Βιζύης της Ανατολικής Θράκης. Στην Ανατολική Θράκη, μέσα σε μια κοιλάδα που τα γύρω της βουνά ήταν ψηλά, δύσβατα κι απότομα, και έκαναν δύσκολη την επικοινωνία των κατοίκων της με τους γύρω, εκεί βρίσκονται τα ελληνικά κι ελληνόφωνα χωριά Ρέσβι, Γαλαζάκι, Προβίδο, Κωστή, Πυργόπλο, και τα βουλγαρικά Μούρτσοβο, Βούργαροι, και Γραμματίκοβο. Η περιοχή αυτή, που για την απομόνωσή της από τους γύρω, λεγόταν Κιόρ Καζά (τυφλή επαρχία), και υπάγονταν στην μητρόπολη Σωζοαγαθουπόλεως, εκτός από το Πυργόπλο. Την ίδια λατρεία ακολουθούσαν και οι κάτοικοι μερικών χωριών της επαρχίας Βιζύης (Σκοποί, Σοργάς, Άϊ-Γιάννης, Ματσουρά ή Ματζούρα, Πλέτσα, Άϊ-Στέφανος, Πινακάς, και Αϊ-Γιώργης) και του Αφκαριού της επαρχίας Αδριανουπόλεως. Κέντρο της λατρείας αυτής ήταν το Κωστή ή Κωστί. Στις αρχές του αιώνα μας, Έλληνες της Θράκης που αναγκάστηκαν βίαια να εγκαταλείψουν την γη των προγόνων τους, έφεραν μαζί τους στα μέρη που εγκαταστάθηκαν, την λαϊκή λατρεία των αναστεναρίων. Σήμερα, πρόσφυγες Έλληνες από τις παραπάνω περιοχές, εγκατεστημένοι στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, στη Μελίκη της Βέροιας, στη Μαυρολεύκη της Δράμας και στην Αγία Ελένη των Σερρών - το επίκεντρο σήμερα των αναστεναρίων όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί κάτοικοι του χωριού Κωστή - εξακολουθούν την τέλεση της λατρείας αυτής. Κατά το ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών (λήμμα αναστενάρια), η λέξη είναι σύνθετη από την πρόθεση «ανά» και το μεσαιωνικό ουσιαστικό «ασθενάριον». Η λατρεία συνδέονταν κυρίως με την γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, σε μερικά όμως χωριά και με άλλων αγίων, όπως του αγίου Παντελεήμονος και του προφήτη Ηλία. Πρέπει εδώ ν' αναφέρουμε και να διευκρινίσουμε (εν συντομία διότι δεν είναι του παρόντος), ότι ο «άγιος» Κωνσταντίνος ήταν μιθραϊστής - ηλιολάτρης, ενώ η μητέρα του Ελένη, σαν φανατική χριστιανή, ήταν αυτή που υποκινούσε τα περισσότερα εγκλήματα του γιού της, σε βάρος των «εθνικών» και όχι μόνο. Ο Κωνσταντίνος, είχε επιβάλει - κατά κάποιο τρόπο - την ηλιολατρία (που έχει άμεση σχέση με την πυροβασία), εκδηλώνοντας έτσι μια εχθρότητα προς το δωδεκάθεο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, ταύτιζε τον αλαζόνα εαυτό του με τον Θεό ήλιο, αφιερώνοντας ή μετονομάζοντας αγάλματα, του Απόλλωνα συνήθως (κλεμμένα πάντα από ελληνικές πόλεις). Παράλληλα όμως, κρατούσε και μια στάση ανοχής για τους χριστιανούς, τους οποίους υποστήριζε και φανερά, διότι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του στρατού του, και μάλιστα χάρη στον φανατισμό τους πολεμούσαν σκληρά χαρίζοντάς του αρκετές νίκες. Πιθανολογείται λοιπόν, ότι οι εκχριστιανισμένοι εθνικοί, με το πέρασμα των αιώνων, ταύτισαν σαν «προστάτες αγίους», τον άγιο Κωνσταντίνο και Ελένη, διότι με την αποδοχή της ηλιολατρίας, έμμεσα έγιναν αποδεκτές και διάφορες τελετουργίες όπως και η πυροβασία. Γεγονός είναι πάντως, ότι οι Αναστενάρηδες είναι ιδιόρρυθμοι χριστιανοί, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι αναστενάρηδες, παλαιότερα ήταν οργανωμένοι σε «τάγμα» ή «αδελφάτο». Το τάγμα διοικούσαν δώδεκα «ιερουργοί», η δωδεκάδα, με ανώτερο ιεραρχικά τον αρχιαναστενάρη, που ήταν και μάντης, βροχοποιός, εξορκιστής, θεραπευτής κ.ά. Οι αναστενάρηδες έχουν τα δικά τους «ιερά» - τα αγιάσματα, τόπους που τους όρισαν μύστες της αναστενάρικης λατρείας, και που περικλείουν μια πηγή, της οποίας το νερό θεωρείται «αγίασμα», με προφυλακτικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτή η πίστη στην μυστηριώδη δύναμη του νερού, κατέχει ξεχωριστή θέση στην λατρεία των αναστενάρηδων. Ως πριν λίγα χρόνια, οι αναστενάρηδες εκκλησιάζονταν μόνο δύο φορές τον χρόνο, των Φώτων που αγιάζονται τα νερά, και του αγίου Κωνσταντίνου, οπότε έκαναν και αγιασμό μετά την απόλυση της εκκλησίας. Αλλά και την ώρα της πυροβασίας, οραματίζονται τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη να ρίχνουν νερό πάνω στην ανθρακιά όπου περπατούν. Οι προετοιμασίες Πριν οι Έλληνες των παραπάνω χωριών υποχρεωθούν, με την ανταλλαγή των πληθυσμών να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, οι λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις άρχιζαν στις 2 και τελείωναν στις 22 Μαΐου. Την πρώτη μέρα, κορίτσια και γυναίκες ντυμένες στα γιορτινά τους, έπαιρναν την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και πήγαιναν έξω από το χωριό, καθάριζαν τον χώρο γύρω από το αγίασμα, διόρθωναν το ξύλινο παράπηγμά του, άναβαν κεριά, θύμιαζαν, νίβονταν στο αγίασμα, πετούσαν νομίσματα στο νερό, χόρευαν και γύριζαν στο χωριό. Την Κυριακή πριν από τις 21 Μαΐου οι κάτοικοι όλων των γύρω χωριών, συγκεντρώνονταν στο Τριπόρι, στο φαράγγι του Βλάχοβου, που καθεμιά από τις πηγές του ανήκε σ' ένα από τα χωριά, που ήταν και το αγίασμά τους. Συγκεντρώνονταν με πομπή και με μουσική, και οι άντρες θύμιαζαν διαρκώς τα αναστενάρια - τους οργιαστές θιασώτες. Οι τελευταίοι αυτοί, κρατούσαν εικόνες αγίων που χρησιμοποιούσαν μόνο σε αυτές τις τελετές, που τις ονόμαζαν «χάρες» (ή «παππούδες» στην ανατολική Θράκη). Ήταν ιδιότυπες εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τον σταυρό στην μέση, η δεύτερη με ζωσμένο το φόρεμα και προβάλλοντας το πόδι σαν σε χορό. Οι εικόνες αυτές είχαν λαβή απ' όπου τις κρατούσαν, και ήταν επαργυρωμένες ή επιχρυσωμένες, στολισμένες με στολίδια - σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, αλυσίδες, παλιά νομίσματα - σκεπασμένες με κόκκινη σκέπη ως τον λαιμό των ζωγραφισμένων προσώπων και είχαν ραμμένα πάνω πολλά μεγάλα ασημένια κουδούνια. Είχαν επίσης και δεμένους «ιερούς κόμβους», που γίνονταν με τα ιερά μαντήλια - τα αμανέτια. Οι εικόνες ειδικά, θεωρούνταν ιερές και φυλάγονταν στα «κονάκια», τα ιδιαίτερα δωμάτια στα σπίτια των αναστενάρηδων, και μάλιστα στο μεγάλο κονάκι του αρχιαναστενάρη. Κάθε οικογένεια έφερνε μαζί της ένα αρνί, ψωμί και κρασί. Στο Τριπόρι, καθάριζαν το αγίασμα, έκαναν οι παπάδες αγιασμό, καθένας στο αγίασμα του χωριού του, τοποθετούσαν τις εικόνες στο πρόχειρο σπίτι που υπήρχε εκεί, προσκυνούσαν και μερικοί εξομολογούνταν στον αρχιαναστενάρη. Έψηναν τα αρνιά που είχαν ευλογήσει οι παπάδες, παίρνοντας για αμοιβή τους την πλάτη και το δέρμα του ζώου, έτρωγαν και άρχιζαν τον οργιαστικό χορό. Οι αναστενάρηδες, με τα χέρια τεντωμένα οριζόντια ή κρατώντας άσπρα μαντήλια - τα αμανέτια - άρχιζαν τον αντικριστό χορό, με κινήσεις που γίνονταν όλο και πιο γρήγορες, πιο ζωηρές, με επιφωνήσεις εχ, εχ, ιχ, ιχ, ουχ, ουχ, ώσπου καταλαμβάνονταν από μανία. Άρπαζαν τότε τις εικόνες, τις κουνούσαν πάνω - κάτω - δεξιά - αριστερά, κι όπως οι χωρικοί είχαν στήσει το δικό τους χορό, οι αναστενάρηδες ορμούσαν στη μέση, πηδούσαν μανιασμένοι και πρόσφεραν τις εικόνες στον λαό για προσκύνημα. Όταν η μανία έφτανε στο κατακόρυφο, οι αναστενάρηδες ξεχύνονταν στα γύρω βουνά με τα πυκνά δάση, απ' όπου εξαντλημένοι γύριζαν αργότερα στα σπίτια τους. Στις τελετές αυτές αναδεικνύονταν και οι νέοι αναστενάρηδες, οι νεόφυτοι. Την ώρα που οι παλιοί χόρευαν το χορό τους, ένας ή περισσότεροι από τους θεατές, καταλαμβάνονταν από οργιαστικό ενθουσιασμό - τους «έπιανε ο άγιος» ή τους «εγκαλούσε η εικόνα». Άρχιζαν ξαφνικά να τρέχουν, ν' αφρίζουν, ν' αγριεύουν, να έχουν σπασμούς και λιποθυμούσαν. Οι συγκεντρωμένοι τους θύμιαζαν, κι όταν αυτοί συνέρχονταν, έπαιρναν την εικόνα του αγίου κι έτρεχαν στα βουνά. Ήταν τώρα κι αυτοί αναστενάρηδες... Οι τελετές Μετά τις προετοιμασίες αυτές, την εβδομάδα πριν από τις 21 Μαΐου όλοι οι χωρικοί συγκέντρωναν ξύλα στην πλατεία του χωριού, σε ένα μεγάλο σωρό. Ο αρχιαναστενάρης, με έρανο συγκέντρωνε χρήματα απ' όλους τους πιστούς και αγόραζε, το μπικάδι, δηλαδή το ζώο, ταύρο ή κριάρι, που θα θυσιαστεί την παραμονή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τα χρήματα, που μαζεύονταν από τις 27 Οκτωβρίου, τα έβαζαν μέσα στα ιερά μαντήλια - τα αμανέτια, και τα φυλούσαν ως τις 18 Ιανουαρίου, του αγίου Αθανασίου, οπότε κι αγοράζονταν το ζώο της θυσίας. Από εδώ προέρχεται και η γνωστή λαϊκή ρήση «μου έμεινε αμανάτι», όταν κάτι μας διαπιστεύεται προς φύλαξη ή μεταβίβαση ή ακόμη και σαν ενέχυρο. Ο ταύρος έπρεπε να είναι «τέλειος», δηλαδή ηλικίας τριών, πέντε ή εφτά χρονών, και την παραμονή της τελετής με πομπή : (οι αναστενάρηδες με τις εικόνες, η μουσική, άντρες με θυμιατήρια, ο λαός) τον οδηγούσε πίσω από το ιερό της εκκλησίας και τον έδενε σε ορισμένο μέρος. Το βράδυ το πλήθος συγκεντρώνονταν στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, έπιναν αρκετά και με πομπή έρχονταν μπροστά στην εκκλησία. Έμπαιναν μέσα μόνο οι αναστενάρηδες. Γονάτιζε ο αρχιαναστενάρης μπρος στις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου Κωνσταντίνου, έπαιρνε μία-μία από τις τελευταίες και τις έδινε στους αναστενάρηδες, κρατώντας για τον εαυτό του την παλαιότερη. Στην πλατεία είχαν καεί τα ξύλα και τα αναμμένα κάρβουνα ήταν άφθονα. Κοντά στην φωτιά άρχιζε τον χορό του ο αρχιαναστενάρης, ακολουθούσαν οι αναστενάρηδες, και γύρω τους οι χωρικοί έστηναν τον δικό τους χορό. Ο ενθουσιασμός έπιανε σιγά-σιγά και τους άλλους αναστενάρηδες, που καθώς χόρευαν, πηδούσαν ξαφνικά στ' αναμμένα κάρβουνα κι εκεί χόρευαν ξυπόλυτοι για λίγα λεπτά. Μετά τον χορό, οι αναστενάρηδες επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού, που εκείνη τη μέρα ήταν ανοιχτά, για να τους δεχτούν και να τους προσφέρουν φαγητά και ποτά, συνήθως άφθονα. Ξαναγύριζαν στην πλατεία κι εκεί συνέχιζαν τον χορό, ώσπου να κορυφωθεί ο οργιασμός. Ξεχύνονταν τότε προς το γειτονικό χωριό, με συνοδεία το πλήθος, τη μουσική και μερικούς οπλοφόρους. Ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να εμποδίσει κανείς αυτήν την πορεία. Τους υποδέχονταν οι κάτοικοι και οι αναστενάρηδες του άλλου χωριού, με φανούς και λαμπάδες, φιλοξενούνταν από τους χωρικούς και κατόπιν γύριζαν στα σπίτια τους. Η Θυσία (το κουρμπάνι, τουρκικά = kurban) Ανήμερα του αγίου Κωνσταντίνου, 21 Μαΐου, μετά την λειτουργία ο παπάς έκανε αγιασμό στο αγίασμα - η παρακολούθηση της τελετής από παπάδες ξένης περιοχής, απαγορεύονταν απόλυτα - με την παρουσία του αρχιαναστενάρη που κρατούσε την εικόνα του αγίου. Ο παπάς ευλογούσε έπειτα το σφάγιο που βρίσκονταν δεμένο πίσω από την εκκλησία, ενώ κάτω από μεγάλα δέντρα τοποθετούνταν τα εικονίσματα, και ο αρχιαναστενάρης, χτυπώντας με το τσεκούρι, σκότωνε τον ταύρο, προσέχοντας να χυθεί το αίμα του ζώου στα θεμέλια της εκκλησίας, και με τέτοιο τρόπο που το αίμα του να «ποτίσει τη γη». Έγδερνε έπειτα και κομμάτιαζε το σφάγιο κι εμοίραζε τα κομμάτια στα σπίτια, μαζί μ' ένα κομμάτι δέρμα του ζώου, όσο χρειαζότανε για να γίνει ένα τσαρούχι. Την ημέρα αυτή τα αναστενάρια ησύχαζαν, οι χωρικοί όμως έσφαζαν τα πρόβατά τους και διασκέδαζαν. Τις επόμενες νύχτες επαναλαμβάνονταν ο χορός και τα όργια γύρω στη φωτιά και οι νυχτερινές εκδρομές κι επισκέψεις. Οι εκδηλώσεις αυτές κρατούσαν οχτώ μέρες. Όταν τελείωναν οι τελετές, τα αναστενάρια γύριζαν στο χωριό με πομπή, σταύρωναν τους τέσσερις δρόμους του με τις εικόνες και γύριζαν στο σπίτι του αρχιαναστενάρη. Έτρωγαν, ξανάφερναν τις εικόνες στην εκκλησία και το πανηγύρι τελείωνε. Αλλού πάλι, μετά τον αγιασμό ακολουθούσε αρτοκλασία, έσφαζαν το ζώο, και μαγείρευαν το κρέας του που το έτρωγαν σε κοινό συμπόσιο. Μετά άρχιζαν κύκλιο χορό που κρατούσε ώρες ολόκληρες, συχνά ως το σημείο να εξαντληθούν οι χορευτές. Στο μεταξύ, ετοιμάζονταν η φωτιά και όταν είχε σχηματισθεί η ανθρακιά οι μύστες άρχιζαν νέο κύκλιο χορό με την συνοδεία του διεγερτικού ρυθμού του τύμπανου, που ενέτεινε την χορευτική παραφορά, ενώ κάθε τόσο έβγαζαν άναρθρες κραυγές : «εχ, ιχ, αχ». Ξαφνικά, όσοι καταλαμβάνονταν από μανία ορμούσαν ξυπόλυτοι στα αναμμένα κάρβουνα κρατώντας την ιερή εικόνα ή το αμανέτι, το μαντήλι, και πατούσαν απάνω χωρίς να καίγονται. Μέσα στη μαύρη στάχτη που έμενε από τα κάρβουνα, πίστευαν πως δεσμεύεται η αρρώστια και η κακοτυχία. Ύστερα ακολουθούσε η ορειβασία : ο οιστρηλατημένος αναστενάρης «έπαιρνε τα βουνά», είτε μόνος του είτε με πομπή. Σήμερα Μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης στα χωριά της Μακεδονίας που σημειώσαμε, τα τελετουργικά δρώμενα των αναστενάρηδων συνεχίζονται, αλλά οι τελετές είναι συντομότερες. Τα προεόρτια αρχίζουν στις 20 Μαΐου και όλη η γιορτή τελειώνει το βράδυ στις 23. Η άλλοτε οργιαστική μυστική λατρεία, έχει απαλυνθεί σήμερα σε γραφικό Βορειοελλαδίτικο έθιμο. Πριν είκοσι περίπου χρόνια, η Ακαδημία Αθηνών με ανακοίνωσή της θεώρησε το έθιμο «χριστιανικό», οριακή έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος, γεννημένο το 13ο ή 14ο αιώνα ... Γίνεται και σήμερα, το καθάρισμα και η τακτοποίηση του αγιάσματος, αναδεικνύονται οι νέοι αναστενάρηδες και γίνεται η θυσία του ταύρου που αγοράστηκε στις 18 του Γενάρη, με χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στις 27 του περασμένου Οκτώβρη. Προσέχουν και τώρα, ώστε το σφάγιο να είναι άσπρο, ηλικίας περιττού αριθμού χρόνων, χωρίς σημάδι απ' αυτά που βάζουν οι ιδιοκτήτες στα ζώα τους για να τα ξεχωρίζουν, και άζευτο. (Πυθαγ. : μόνον δ' αυτών απέχεσθαι αροτήρος βοός). Αλλού πάλι θυσιάζουν ένα μαύρο κριάρι, ενώ το απομεσήμερο ετοιμάζεται η φωτιά στην κεντρική πλατεία, ενώ οι πυροβάτες με τις εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πηγαίνουν στους γειτονικούς αγρούς για να ευλογήσουν τους αγρότες και τα σπίτια τους. Στις 21 Μαΐου φέρνουν το σφάγιο στο μέρος που γίνεται η τελετή. Στα κέρατά του έχουν κολλήσει αναμμένα κεριά - τα ψυχοκέρια - ή του έχουν περάσει στεφάνι από λουλούδια. Το κρέας του ζώου μοιράζεται στις οικογένειες που ευνόησε αυτόν τον χρόνο ο κλήρος. Αν όμως το σφάγιο είναι μικρό κριάρι ή τράγος, το κρέας μαγειρεύεται και τρώγεται σε κοινό γεύμα. Αρχίζει έπειτα ο χορός των μυστών που διαρκεί ώσπου οι αναστενάρηδες να φτάσουν στην οιστροπληξία, απαραίτητη για τις δύο πυροβασίες που θ' ακολουθήσουν : τη μία το βράδυ στις 21 Μαΐου και τη δεύτερη την νύχτα στις 23. Στις 23 το πρωί οι αναστενάρηδες επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, όπου τους προσφέρονται σταφίδες και ποτά οινοπνευματώδη και ακολουθεί συνεστίαση στο σπίτι ενός αναστενάρη - ή στο σπίτι του αρχιαναστενάρη - με φαγητά αποκλειστικά από προϊόντα της γης. Χορεύουν έπειτα σε ορισμένα σημεία του χωριού - γύρω από το κονάκι, την εκκλησία του χωριού ή το τρίστρατο, και ο κύκλος κλείνει με νέα πυροβασία. Στον κύκλιο χορό που προηγείται αυτής της τελευταίας πυροβασίας, οι αναστενάρηδες τραγουδούν τον Μικροκωνσταντίνο, θρακική παραλλαγή του ακριτικού κύκλου, τραγούδια του οποίου περιλαμβάνει το τυπικό της αναστενάρικής λατρείας. Κατόπιν έρχεται η φάση του εκστασιασμού και η τελευταία ορειβασία, που αποτελεί την αναζήτηση της ύψιστης ανατάσεως του οιστρηλατημένου αναστενάρη, «τα όσια των οσίων της αναστενάρικης λατρείας». Έπειτα από όλη αυτή την σειρά των δρώμενων, ο αναστενάρης παραδίνει την εικόνα στον αρχιαναστενάρη και φεύγουν, ο καθένας μόνος του, στο δάσος ή στις πλαγιές για να βρουν γαλήνη. Εδώ οι τελετές τελειώνουν. Παλαιότερα, η συμμετοχή ξένων απαγορευόταν και οι αδιάκριτοι κινδύνευαν μέχρι και να φονευθούν. Όμως, παραμένει αναπάντητό ακόμη το ερώτημα κατά πόσο οι εκφοβιστικές αυτές διαδόσεις ήταν μέρος της αντιπαγανιστικής εκστρατείας της Εκκλησίας και των θεολογικών κύκλων που επέκριναν πάντοτε τους αναστενάρηδες, ή κατά πόσο είναι διαχρονικοί ψίθυροι που συνδέουν αυτή την οργιαστική πυρολατρεία με τα πανάρχαια μυστήρια των Καβείρων της Σαμοθράκης... Ιστορία Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις οργιαστικές τελετές των αναστενάρηδων διασώθηκαν ή επιβίωσαν ακόμη, κατάλοιπα της διονυσιακής λατρείας, γιατί η ομοιότητα που παρουσιάζουν οι τελετές αυτές είναι μεγάλη. Κι εκείνες γίνονταν στα βουνά, τις σκοτεινές νύχτες, με θορυβώδη μουσική και τους ήχους χάλκινων κυμβάλων. Και οι αναστενάρηδες εξάλλου είπαμε πως αποτελούν ιδιαίτερο όμιλο, «τάγμα», «αδελφάτο», «νεστενάρικη γάσα», ανάλογη με τους «ιερούς θιάσους» των πιστών του Διονύσου. Παρ' όλ' αυτά όμως, είναι δύσκολο να ορίσουμε, την ιστορικά καταγεγραμμένη αρχή των τελετουργικών αυτών εκδηλώσεων. Από τη βυζαντινή εποχή, έχουμε τις πρώτες καταγεγραμμένες πληροφορίες για τα αναστενάρια. Από πηγές του 12ου και 13ου αιώνα, είναι γνωστό πως υπήρχαν θίασοι οιστροπλήκτων με το όνομα ψυχάρια και ασθενάρια. Από μαρτυρίες Βυζαντινών συγγραφέων προκύπτει ότι το έθιμο ήταν γνωστό και στον μεσαίωνα. Στην Ευρώπη, ένας Φλωρεντινός μοναχός περπάτησε πάνω σε κάρβουνα. Το αποτέλεσμα ήταν ν' ανακηρυχτεί άγιος με την προσονομασία Άγιος Πέτρος Ιγκνέους (από το λατινικό agnis= πύρινος). Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι στη Ρώμη μέλη ορισμένων οικογενειών περπατούσαν ξυπόλητα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα και σαν ανταμοιβή, εξαιρούνταν της πληρωμής φόρων. Η επίσημη θρησκεία των αναστενάρηδων είναι η χριστιανική. Οι ίδιοι όμως είναι ιδιότροποι χριστιανοί. Οι εκκλησίες τους είναι συνήθως άδειες από πιστούς, ενώ οι αναστενάρηδες εκκλησιάζονται μόνο την ημέρα των Φώτων και του αγίου Κωνσταντίνου. Ακόμη και τα Χριστούγεννα, ξυπνούσαν πρωί, έτρωγαν το χριστόψωμο και διασκέδαζαν, χωρίς να πλησιάσουν την εκκλησία. Οι ίδιοι αυτοί αντικαθιστούν πολύ συχνά τους αντιπροσώπους της επίσημης θρησκείας στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μπορούν να κάνουν και να προσφέρουν αγιασμό, όπως μπορούν και να εξομολογήσουν. Οι ίδιοι οι αναστενάρηδες αντί να εξομολογηθούν στον παπά του χωριού τους, τρέχουν στο δάσος, χαράζουν ένα μεγάλο σταυρό στον κορμό ενός δέντρου και μπροστά σ' αυτόν τον σταυρό κάνουν την εξομολόγησή τους. Σ' όλη τη διάρκεια των τελετών, μπροστά στα σπίτια των αναστενάρηδων κρέμονται αναμμένα φανάρια, ενδεικτικά της ιερότητας του ιδιοκτήτη. Αρχιαναστενάρης εκλέγεται σοβαρό και ηθικό πρόσωπο, και για την εκλογή του πρέπει να συμφωνεί όλο το χωριό. Οι αναστενάρηδες είναι ακόμη μάντεις, προφήτες, γιατροί και μάγοι, όπως είναι οι αρχηγοί των πρωτόγονων φυλών. Η λατρεία των αναστεναρίων, επέζησε χάρη στην προσκόλληση των υποδουλωμένων Ελλήνων στις φυλετικές παραδόσεις τους, κατά τα βυζαντινά χρόνια αλλά και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας αργότερα, και πέρασε, με χριστιανικό συνήθως περικάλυμμα, από γενιά σε γενιά. Απομονωμένοι για αρκετούς αιώνες στην κοιλάδα τους από τους γύρω, απασχολημένοι με την κτηνοτροφία και την γεωργία, είχαν δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για να μείνουν «πολιτιστικά αποκλεισμένοι», προσκολλημένοι στις παραδόσεις τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Σ' αυτήν την κατάσταση, ήταν πολύ πιο εύκολο να διατηρήσουν τα παλαιότερα λατρευτικά στοιχεία και να τα αναμείξουν με την επίσημη θρησκεία, με τέτοιο τρόπο που και οι ίδιοι δύσκολα θα μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν. Ακόμη και σήμερα η Εκκλησία είναι αντίθετη στην τέλεση των αναστεναρίων, θεωρώντας τα ειδωλολατρικές εκδηλώσεις, ενώ αντίθετα, επιστημονικές οργανώσεις απ' όλον τον κόσμο, επιμένουν στη διατήρηση του εθίμου. Παρά την αντίθεση της Εκκλησίας, τα αναστενάρια τελούνται κάθε χρόνο προκαλώντας ζωηρό τουριστικό ενδιαφέρον όχι μόνο απ' όλη την Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως. Οι σύγχρονοι μελετητές επικεντρώνουν την προσοχή τους στο φαινόμενο της ακαΐας. Τελευταία μάλιστα, μετά την «αποτυχία» της Φυσικής - ως προς την ορθολογιστική ερμηνεία του φαινομένου - έχει «επιστρατευτεί» και η Ψυχολογία. Έτσι, θεωρείται πως η πυροβασία αντιπροσωπεύει κλασική περίπτωση της δύναμης και της επιβολής του Νου πάνω στην Ύλη. Παραδείγματα τέτοια, με την χρήση ύπνωσης, υπάρχουν πάρα πολλά. Άρα λοιπόν, αν η ύπνωση μπορεί να πυροδοτήσει τέτοιους προστατευτικούς μηχανισμούς, τότε μια αυτοπροκαλούμενη έκσταση, στην περίπτωση των αναστενάρηδων, μπορεί κατά παρόμοιο τρόπο ν' αποβεί το ίδιο ή και περισσότερο προστατευτική. Οι ίδιοι οι αναστενάρηδες αποδίδουν το φαινόμενο της ακαΐας στην υπερφυσική δύναμη του Αγ. Κωνσταντίνου που τους προστατεύει λένε, και τους δίνει τη δύναμη να περπατούν πάνω στα κάρβουνα χωρίς να καίγονται. Και βέβαια υπάρχει πάντοτε η τάση, σε ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε με την τετράγωνη λογική μας, να το αποδίδουμε σε θαύμα ή στο ανεξήγητο υπερφυσικό. Σήμερα είναι γνωστό πως το ανθρώπινο σώμα περιβάλλεται και διαπερνιέται από ένα σώμα αιθερικών δυνάμεων (γνωστό σαν αύρα), που φέρει περίπου το σχήμα και τη λειτουργία του. Η αύρα, όπως αποκαλείται, έγινε αντικειμενικά ορατή το 1939 από τον ηλεκτρολόγο Σεμιόν Κήρλιαν, με μια απλή συσκευή που πήρε το όνομά του. Μπορούμε να φανταστούμε την αύρα, σαν ένα δίχτυ ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων που περιβάλλει το σώμα. Η γενική ροή των αιθερικών δυνάμεων καθορίζεται από ορισμένα κέντρα που ασκούν έλεγχο στους ενδοκρινείς αδένες και στη λειτουργία τους που παίζει καθοριστικό ρόλο στην υγεία του σώματος Οι επιστήμονες έχουν βρει ότι υπάρχουν ηλεκτρομαγνητικά πεδία που συνδέονται με όλη τη ζωντανή ύλη, και τα έχουν ονομάσει L-πεδία (life-fields). Οι πληγές προξενούν αλλαγή στο L-πεδίο και η υγεία μπορεί ν' αποκατασταθεί μέσω της ακόλουθης επαναφοράς πεδίου. Πολύ πιθανό, το φαινόμενο της ακαΐας ν' αποδίδεται στην ισχυροποίηση αυτών των ζωικών πεδίων. Αν και δεν μπορεί να εξηγηθεί με την ορθολογιστική επιστήμη, το πώς τα θερμοηλεκτρικά φαινόμενα (και όχι μόνο) σχετίζονται με τη συνείδηση και την δύναμη του Νου, είναι φανερό πως η θρησκευτική έκσταση των πυροβατών σε συνδυασμό με την ισχυρή πίστη τους, δραστηριοποιούν ένα προστατευτικό ιστό γύρω από τον πυροβάτη, και ίσως μια μείωση της πίεσης του ποδιού πάνω στα κάρβουνα τυπικό χαρακτηριστικό του μετεωρισμού. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχουν ακόμη πολλοί τομείς της ανθρώπινης ευφυίας, που είναι ανεξερεύνητοι. Οι πνευματικές ή νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου δεν έχουν ακόμη σε καμία περίπτωση οριοθετηθεί... Σ' αυτή την τόνωση της αύρας του σώματος των πυροβατών πρέπει ν' αποδοθεί και η ικανότητά τους να επιφέρουν και θεραπευτικά αποτελέσματα. Η θεραπεία και η μαντική γίνονται πάντοτε μέσω χορού, και συνήθως ακολουθεί θυσία. Η πυροβασία στην Ελλάδα είναι πανάρχαιο τυπικό κάθαρσης, θεραπείας και ιεροποίησης, και ήταν στενά δεμένη με τα μυστήρια και τη λατρεία του θείου Πυρός. Το «Θείο Πυρ» είναι Τρισυπόστατο : θεόπεμπτο, δημιουργικό, καθαρτικό (καταστροφικό του κακού). Ο πύρινος κεραυνός του Διός, το δημιουργικό προμηθεϊκό πυρ, και το θεραπευτικό - λυτρωτικό ηλιακό πυρ του Απόλλωνος. Τρεις τύποι πυρός εμφανίζονται και στο κοσμολογικό έργο του αυτοκράτορα Ιουλιανού «Λόγος εις Βασιλέα Ήλιον». Στο έργο αυτό, ο Ιουλιανός σαν Μύστης, αναπτύσσει τη «φύση» του θεού Ήλιου, απηχώντας απόψεις των παλαιοτέρων μεγάλων δασκάλων του Ιάμβλιχου, του Πλάτωνα, του Παρμενίδη. του Εμπεδοκλή, που με τη σειρά τους απηχούσαν απόψεις των Ορφικών. Κατά τον Ιουλιανό το πυρ του Ήλιου διακρίνεται σε νοητό, νοερό και ορατό. Σε κάθε πυρ αντιστοιχεί κι ένας κόσμος αιτία του ορατού πυρός είναι ο αισθητός Ήλιος, που ρυθμίζει την πορεία του αισθητού κόσμου στο άλλο άκρο, αιτία του νοητού πυρός ή φωτός είναι ο νοητός Ήλιος, που ακτινοβολεί το Αγαθό ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα ο νοερός Ήλιος φωτίζει και γονιμοποιεί έναν ενδιάμεσο κόσμο, το νοερό κόσμο, τον κόσμο των αφηρημένων συλλήψεων και ιδεών. Γράφει ο Ιουλιανός: «Στη μεσολαβητική ενέργεια του Ηλίου υπάρχει η δημιουργική αρετή του Διός. Αλλά και ο Απόλλων είναι συγγενής με τον Ήλιο και του μοιάζει στην τελειότητα των γνώσεων, στο αμετάβλητο της ουσίας και στο βαθμό της ενέργειάς του. Αλλά και ο διαμελισμός του Διονύσου δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια διασκορπισμένη ιδιότητα του Ήλιου». Κατά τον Αριστοτέλη. ο άνθρωπος γεννιέται από τον άνθρωπο και τον ήλιο. Ο Ιουλιανός λέει ακόμη, πως ο ήλιος είναι Τρισυπόστατος: (α) Ζευς, (β) Απόλλων μουσηγέτης, (γ) Διόνυσος Ζαγρεύς. Δηλαδή, ο Ζευς συμβολίζει τον ηγεμόνα του ηλιακού μας συστήματος, ο Διόνυσος την ηλιακή καταγωγή της παγκόσμιας Ψυχής (ο Διόνυσος διαμελίζεται από ληστές) που έχει χωριστεί ατομικά σε κάθε άνθρωπο, ενώ ο Απόλλων έχει ενοποιητική αποστολή, παρέχοντας την απαραίτητη ισορροπία και αρμονία, σε αντίθεση με τη διαφορισμένη και πολλαπλή φύση του Διονύσου Ζαγρέως. Με αυτήν την ιδιότητα ο Απόλλων ηγείται της μαντικής και της θεραπευτικής. Πολλά από τα παραπάνω στοιχεία τα συναντούμε στους Αναστενάρηδες: τη χρήση του πυρός, τις μαντικές και τις θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτό επιβεβαιώνει άλλη μια φορά την καταγωγής τους που είναι τα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια. Παρ' όλο που ήταν απαγορευμένο ν' αναφερθεί κανείς στις μυστηριακές ιεροτελεστίες, αρκετοί συγγραφείς (Πλούταρχος - Περί του Σωκράτους δαιμονίου, Ιάμβλιχος - Περί μυστηρίων των Αιγυπτίων, κτλ.) μας δίνουν κάποιες πληροφορίες που ρίχνουν ένα αμυδρό φως στο βαθύ μυστήριο και σκοτάδι που τις καλύπτει. Μπορεί να έχει χαθεί σήμερα το εσωτερικό τους νόημα, όμως μια συγκριτική μελέτη των εξωτερικών στοιχείων στις μυστηριακές ιεροτελεστίες της αρχαιότητας και τις τελετές των Αναστενάρηδων φανερώνει τηρουμένων των αναλογιών - κάποια κοινή καταγωγή. Στα Κρητικά Μυστήρια, οι Κορύβαντες έπαιρναν μέρος στις ιερουργίες «μετά τυμπάνων και άλλων ψόφων (άναρθρες κραυγές) και ενοπλίου χορείας και θορύβου περιέποντες», ενώ θεωρούνταν δάσκαλοι της ιαματικής τέχνης (Στράβων, Γεωγραφικά, Ι', γ΄, 7). Σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος, στη Σαμοθράκη, οι Κάβειροι σχετίζονταν με το πυρ, τη γονιμότητα και τις γενετήσιες παρορμήσεις που τις συμβόλιζε ένα κερασφόρο κριάρι, ενώ στα Μυστήρια της Δήμητρας και του Βάκχου, ο θεός που αποκαλυπτόταν στο μύστη, όπως αναφέρει ο Πορφύριος, θεωρούνταν μια φωτεινή αρχή, που κατοικεί στο μέσο του «πιο ευγενικού πυρός». Η πυροβασία δεν είναι μόνο ελλαδικό φαινόμενο. Κάθε χρόνο παρόμοιες τελετουργίες γίνονται στην Ισπανία, στη Βουλγαρία, στην Ινδία, στη Μαλαισία (Σιγκαπούρη), στα νησιά Φίτζι και στη Μπόρα-Μπόρα της γαλλικής Πολυνησίας. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των τελετών είναι η «ιερότητα» με την οποία αντιμετωπίζουν το πυρ. Οι ινδιάνοι Οσάγκι συντηρούσαν ένα ιερό πυρ στην καλύβα του αρχηγού τους, πιστεύοντας πως οι ιερές φλόγες έδιναν ζωή και υγεία. Ένας νόμος των Μογγόλων απαγόρευε την ούρηση στις στάχτες μιας φωτιάς που σιγόκαιγε ακόμη. Καθώς η ζωή σχετίζεται με το πυρ, προέκυψε το σύμβολο του αέναου πυρός. Στη Ρώμη, αν έσβηνε η αιώνια φλόγα στο ναό της Εστίας (Vesta), Θεάς της οικογένειας, κάθε δραστηριότητα σταματούσε. Η σχέση μεταξύ ουρανού και γης που αντιπροσωπεύονταν με το πυρ έπρεπε να αποκατασταθεί αμέσως. Σε αντίθεση του αέναου πυρός, το νέο πυρ έγινε σύμβολο κάθαρσης και ανανέωσης. Στην Κεντρική Αφρική, μετά την γέννηση ενός παιδιού, το πυρ του σπιτιού σβήνονταν και ανάβονταν ξανά για να συμβολίσει την έλευση μιας νέας ζωής. Ένας γαμπρός στη Σιβηρία πρέπει να ανάψει φωτιά στο νέο του σπιτικό γιατί δεν επιτρέπεται να έχει παλιά κάρβουνα κάτω από την στέγη του. Όταν πέθαινε ο βασιλιάς στην Ουγκάντα, όλες οι φωτιές στο χωριό σβήνονταν. Όμως κι εμείς σήμερα, συμβολικά, την ώρα που αλλάζει ο χρόνος ή και την ώρα της Ανάστασης, σβήνουμε και ξανανάβουμε τα φώτα, κάνοντας κατά κάποιο τρόπο μια συμβολικά καινούρια αρχή. Στις γιορτές του Αι-Γιαννιού παλαιότερα, άναβαν φωτιές μπροστά στα σπίτια και στα μαγαζιά, που τις πηδούσαν πιστεύοντας ότι έτσι θα υπερπηδηθούν και όλα τα εμπόδια σε όλο τον μήνα ή όλον τον χρόνο. Στην αρχαιότητα, ένας «παις αμφιθαλής» έλεγε: «Έφυγον κακόν, εύρον άμεινον» κι εννοούσε ότι απαλλαγμένος από κάθε κακό θα αρχίσει καθαρός κι ακμαίος την νέα περίοδο του χρόνου. Αλλά και σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, την ώρα που πηδούν πάνω από την φωτιά αναφωνούν: «έφυγα απ' τον κακό τον χρόνο και μπήκα στον καλύτερο», «έξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η ρόγα η χρυσή», «να πηδήσω την φωτιά, μη με πιάν' η αρρωστειά» ή «αφήνω τον χρόνο τον καλό, και πάω στον καλύτερο». Τις απόκριες στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τα βράδια του Τριωδίου, σε κάθε γειτονιά, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, ανάβουν τις «καλές φωτιές». Το πήδημα της φωτιάς, έχει γενικά την έννοια της ανανέωσης μέσω της κάθαρσης, της καλής υγείας με την δύναμη του πυρός. Η φωτιά φέρνει την κάθαρση, οπότε επέρχεται αυτόματα και η εξυγίανση. Οι σύγχρονοι Έλληνες αποδίδουν στην φωτιά την ιδιότητα ενίσχυσης των ατόμων. Παράλληλα, έχουμε στους αρχαίους μύθους, την Θέτιδα, την Δήμητρα ή και την Ίσιδα, να μεταδίδουν ή να προσπαθούν να μεταδώσουν την αθανασία, μέσω του πυρός. Σε παλιότερες εποχές οι πυροβάτες θεωρούνταν ιερά πρόσωπα. Στις μέρες μας, παρόμοια φαινόμενα, που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με την κοινή λογική ή με την περιορισμένη έννοια του φυσιολογικού, συναντούν τη δυσπιστία και αποδοκιμάζονται από την οργανωμένη θρησκεία. Ωστόσο, αυτοi οι τελευταίοι πυροβάτες είναι μια πρόκληση για τις παγιωμένες πεποιθήσεις μας, καθώς και για να μας θυμίζουν πως η επιρροή μας δεν σταματά εκεί που τελειώνει η λογική, οι αισθήσεις ή το φυσικό μας σώμα. Σέρρας Στέλιος