Η Αθήνα του 1817 ήταν λίγο μεγαλύτερη από ένα χωριό. Και ο φαρμακοποιός με το όνομα Ερνέστης Ρομάνο ήταν ένας ξένος ανάμεσα στους ραγιάδες και στους Τούρκους της πόλης. Έσκαβε για το πηγάδι του μες στο χωράφι που μια μέρα θα γινόταν η πλατεία Κοτζιά. Και βρήκε το μάρμαρο με την καθιστή γυναίκα, δίπλα στον αρχαίο τάφο. Και πάνω τη λέξη «ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ». Γιατί έτσι έλεγαν την κεκοιμημένη.

 

Ήταν σίγουρος ότι θα πιάσει πολλά λεφτά στους Φράγκους. Αλλά δεν πρόσεξε να κρατήσει το στόμα του κλειστό (la bocca chiusa, που του ’λεγε η μάνα του).

 

Το έμαθαν οι προεστοί κι ένας πιτσιρικάς με αέρα στα πανιά του, ονόματι Κυριάκος Πιττάκης. Και έκαναν φασαρία να του πάρουν την πλάκα, γιατί ήταν, λέει, αρχαία και τους ανήκε. Κι αυτός δεν την έδινε. Τρελός ήταν; Και φτάνουν μια μέρα πλήθος στο σπίτι του.

 

 

Με τους παπάδες και τον Τούρκο καδή, που είχαν καταλλήλως λαδώσει. Έβαλαν τις φωνές, παρακαλούσανε, απειλούσαν. Στο τέλος πήρε στο χέρι 1.000 γρόσια (και άλλα 500 ο καδής κάτω απ’ το χέρι), του πήραν τη γυναίκα και φύγαν. Τον αφήσαν ήσυχο.

 

Την άλλη εβδομάδα η πλάκα ήταν στημένη όρθια στον νάρθηκα της Μεγάλης Παναγιάς παρά τω Ωρολογίω. Έβαλαν κι ένα σιδερένιο καντήλι πάνω της και προσκυνούσαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γιατί αυτή καθόταν ήρεμη και μπροστά της είπαν ότι είχε τον Άγγελο Κυρίου. Κι επειδή ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, είδαν στην επιγραφή από πάνω το όνομα της Κυράς. Ήταν η Παναγιά-Φρασίκλεια, η δικιά τους Παναγιά.

 

Κι όπως την έφτιαξαν απ’ την αρχή και την αγάπησαν, έτσι μια μέρα την ξέχασαν όλοι μαζί. Έγινε η Επανάσταση, ήρθε μετά ο Όθωνας, ο Κυριάκος Πιττάκης μεγάλωσε κι έγινε ο πρώτος αρχαιολόγος της χώρας, πήραν την Κυρά, είπαν ότι «δεν είναι η Παναγιά», παρά μόνο μια Φρασίκλεια και την έκλεισαν σε μια αποθήκη. Η Εκκλησιά του Ωρολογίου κάηκε μια βραδιά από λάθος του καντηλανάφτη και δεν έμεινε τίποτα στις στάχτες.

 

 

Κάθεται τώρα πια στην αίθουσα 18 του Μουσείου, με τις άλλες γυναίκες στα μάρμαρα τριγύρω. Μια επιγραφή στη βάση λέει ότι είναι του 4ου αιώνα π.Χ. και ότι πέθανε νέα. Περνούν μπροστά της χιλιάδες ανυποψίαστοι επισκέπτες, αλλά εγώ βλέπω κάθε φορά τη σκουριά πάνω στην πέτρα που ’χει μείνει απ’ το καντήλι της Παναγιάς και της λέω ένα «χαίρε». Γιατί την άφησε κι ο Άγγελος και δεν έχει άνθρωπο να πει μια καλημέρα. Η Παναγιά-Φρασίκλεια από λάθος. Αιώνες πάνω στο μνήμα, μέσα σε ένα χωράφι, κάτω από εκεί που περπατούν με βεβαιότητα.

 

Πηγές Καλτσάς Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα 2001,www.lifo.gr