Συχνά ακούμε την λέξη λιτανεία, η οποία πλέον χρησιμοποιείται από τον χριστιανισμό, και αφορά πάσης φύσεως περιφορά ιερών εικόνων, ή λειψάνων αγίων ή και του Επιταφίου, πάντοτε όμως εκτός του Ναού και με την συμμετοχή των πιστών.

Γίνονται είτε αναμνηστικά επί γεγονότων, είτε κατά την ημέρα εορτής του τιμώμενου αγίου, είτε και ακόμη παρακλητικά προς διακοπή κάποιου κακού (σεισμών, ανομβρίας, επιδημίας, εχθρικής επιδρομής κ.λπ.).  Ουσιαστικά πρόκειται για μια παρακλητική πομπή.

Όμως η λιτανεία είναι μια Ελληνική τελετή η οποία προέρχεται από την λατρεία των Ελλήνων θεών.

Τι σημαίνει η λέξη λιτανεία, ποιες είναι οι θεές Λιτές και τι σημαίνουν για τους Έλληνες θρησκευτές; Πως αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τις περιόδους ανομβρίας; πως μας έχουν περιγράψει οι ιστορικοί και η μυθολογία μας, τις επεμβάσεις των θεών και σε ποια μέρη της Ελλάδας; Ποιος θεός -κατά κύριο λόγο- φρόντιζε να σταματήσει την ανομβρία;  και εν τέλει λύτρωνε τους θνητούς από την αγωνία της επιβίωσης;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της ιστορίας μας.

◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾◾

◾ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΕΣ ΛΙΤΕΣ

Οι άνθρωποι πάντα είχανε την αγωνία της επιβίωσης. Και οι τωρινοί και οι παλαιότεροι. Μια επιβίωση που κατά κύριο λόγο εξαρτιόταν από τα αγαθά της γης και ό,τι αυτή προσέφερε, άλλες φορές πλούσια και άλλες πιο λιτά και φτωχικά.

Οι θεοί των Ελλήνων στην αγωνία αυτή των ανθρώπων, δεν ήταν- και ούτε είναι- απλοί παρατηρητές.

Προστάτευαν και χάριζαν απλόχερα τα δώρα τους, αρκεί βέβαια και οι θνητοί να είχαν φροντίσει να προσφέρουν τις κατάλληλες θυσίες και σπονδές. Σε καιρούς ανομβρίας και ξηρασίας οι κίνδυνοι από πείνα και λοιμούς ήταν κάτι παραπάνω από ορατή.

Σπονδή, θυσία, προσφορά απαρχών, αυτά αποτελούν την σύνοψη των ευσεβών πράξεων.

Δύσκολα υπάρχει τελετουργία χωρίς προσευχή και αντιστρόφως καμιά σημαντική προσευχή χωρίς τελετουργία: λιταί-θυσίαι αποτελούν μια παλιά και σταθερή σύζευξη.

Η λέξη λιτανεία "ξυνίζει" πολύ κόσμο. Και όχι άδικα ίσως, μιας και στο πέρασμα των αιώνων χρησιμοποιήθηκε και κατάφερε να τις αποδοθεί μια πιο δεισιδαιμονική υπόσταση από ότι στην αρχαιότητα.

Ετυμολογικά το όνομα λ ι τ α ν ε ί α προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «Λιτή» = δέηση, παράκληση, ικεσία, προσευχή. και δηλώνει την ενέργεια του «λιτανεύει», δηλαδή, την πάνδημο παράκληση προς επέμβαση Θεών, σε περιόδους επιδημίας, ανομβρίας κλπ. Προέρχεται από το λιτη+αἰνῶ(=ὑμνῶ)=λιτανεία. Ικετεύω δηλαδή μέσῳ ύμνων.

Ἄλλοι υποστηρίζουν πως η λέξη «λιτανεία» προέρχεται από το «λιτή+ἄνω», δηλαδή ικεσία προς τά ανω, προς το Θείον.

Παράγωγα αυτών ήταν τα ρήματα »λιτανεύω» σπανιότερα «λιταίνω» και τα ρήματα «λίσσομαι, λίτομαι».

Το «λίσσομαι/λίττομαι» από το «λίαν» που σημαίνει «πολύ» και το «ἔζομαι» που σημαίνει «κάθομαι», με την έννοια: «λίττομαι=επί πολύ καθέζομαι στον ναό, αιτων», »λίττομαι επί του ναού, αφού φυσικά πρώτα φθάσω σ' αυτόν, διότι εκ του «ίκω»=φθάνω ο ικέτης, διότι «ἵκει»=φθάνει στον βωμό για να προσευχηθεί.

Η λιτανεία ως τελετουργία ανάγεται στην αρχαία ελληνική «πομπή» που τελούνταν επ΄ ευκαιρία της εορτής των διαφόρων Μυστηρίων. Στο πληθυντικό «Λιταί» ως κύριο όνομα σήμαιναν τη προσωποποίηση των προσευχών.

Οι Λιτές είναι οι θεές της μετάνοιας και των παρακλήσεων, προσωποποίηση των δεήσεων των ανθρώπων όπως τις παρουσιάζει τουλάχιστον ο Όμηρος, που μετανοούν και ζητούν συγχώρεση από τους θεούς.

Οι Λιτές είναι κόρες του Δία ή κόρες της Έριδας την θεά της διχόνοιας και της φιλονικίας.

Ο Όμηρος τις περιγράφει σαν κουτσές, αλλήθωρες και ζαρωμένες στην όψη, ενώ ακούν με ευλάβεια όποιον προσεύχεται σε εκείνες.

Ακολουθούν σιωπηλές την εκδικήτρια αδελφή τους, Ά τ η, τη θεά της απάτης, η οποία τρέχει σε όλη τη γη με σκοπό να εκδικηθεί τους θνητούς για τις φιλοδοξίες και τον υπέρμετρο εγωισμό τους.

Στις παρακλήσεις των ανθρώπων οι Λιτές, επειδή είναι κουτσές, δεν φτάνουν εγκαίρως για να τους παρασταθούν γιατί τις προλαβαίνει η Άτη.

Γι' αυτό προσπαθούν να διορθώσουν τα κακά που έχει προκαλέσει η εκδικητική μανία της αδελφής τους.

Οι Λιτές πάντα αποκαθιστούν την αδικία. Όποιος τις σέβεται και τις δέχεται με ευλάβεια μπορεί να ωφεληθεί, γιατί εισακούονται οι προσευχές του.

Οι άνθρωποι που σέβονται τις Λιτές ωφελούνται πολύ όταν αυτές φθάνουν κοντά τους, αλλά όταν κάποιος τις αποδιωχνει και τις αψηφά αυτές προσετρέχουν στον πατέρα τους τον Δία και του ζητούν την τιμωρία του ασεβή.

Έτσι ο Φοίνικας παρακινεί τον οργισμένο Αχιλλέα να δεχθεί με σπονδές και να καλοπιάσει τις θεές και ο Πάρις ικετεύει τις Λιτές να θεραπεύσουν την πληγή που του είχε προξενήσει ο Φιλοκτήτης.

Οι Λιτές αναφέρονται συχνά και ως Ικεσίες, κόρες του Δία Ικέσιου και κατ' άλλους λόγω της ασχήμιας τους σαν κόρες του Θερσίτη.

Το βλέμμα των Λιτών είναι πάντα λοξό από ντροπή.

◾Ο ΔΙΑΣ ΩΣ ΜΕΓΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΩΓΟΣ  ΤΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ

Ο Δίας, ο πατέρας όλων,  έχει εκατοντάδες προσωνύμια. Πολλά από αυτά του έχουν αποδοθεί σχετίζονται με τον καιρό.

Αυτός έστελνε και τους ανέμους, τα σύννεφα, την βροχή, το χαλάζι, το χιόνι, την αστραπή, την βροντή, τον κεραυνό κάτω στην γη, είτε για το καλό είτε για το κακό των ανθρώπων. «Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων, φύλαγε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτή ανεγνωμιά· πατέρα, σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε να ᾽βρουν όλοι το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις», μας λέει ο Κλεάνθης στον ύμνο προς τον Δία.

Για αυτό στον Όμηρο έχει τα επίθετα νεφεληγερέτης, κελαινεφής (μαυροσύννεφος), εριβρεμέτης (βαρύβροντος), υψιβρεμέτης, ερίγδουπος, αστεροπητής, στεροπηγερέτης, αργικέραυνος, τερπικέραυνος για αυτό και τον λάτρευαν ως Ικμαίο (γιατί έστελνε τα δροσερά μελτέμια το καλοκαίρι), Ευάνεμο, Υέτιο, Όμβριο, Καταιβάτη κτλ.

Τα νερά της βροχής λέγονταν «Διός ύδατα». Όταν οι Αθηναίοι ήθελαν βροχή, τον παρακαλούσαν:

«Ύσον, Ύσον, ώ φίλε Ζεύ, κατά της αρούρας των Αθηναίων και των πεδίων».

Επίσης στην καθημερινή ομιλία τους αντί του «βρέχει» έλεγαν επίσης «ο Ζεύς βρέχει».

Μας λέει σε ένα ποίημά του ο Αλκαίος:

«Ύει μεν ο Ζευς, εκ δ’ οράνω μέγας χείμων, πεπάγαισιν δ’ υδάτων ρόαι... »

(Ρίχνει βροχή ο ∆ίας. Μεγάλη καταιγίδα ορμά από τον ουρανό και τα νερά έχουν παγώσει.)

Στο βουνό Αραχναίο της Αργολίδας θυσίαζαν στον Δία και στην Ήρα όταν αργούσε να πέσει η βροχή.

Στην Αρκαδία όταν είχε αναβροχιά και τα σπαρτά και τα δέντρα πήγαιναν να ξεραθούν, ανέβαινε ο ιερέας του Δία στην πηγή Αγνώ πάνω στο βουνό Λύκαιο, προσευχόταν, πρόσφερε θυσία και έπειτα με ένα κλαδί από δρυ ανατάραζε πάνω πάνω τα νερά της. Αμέσως ανέβαινε μία θολή αντάρα που σιγά σιγά πύκνωνε σε σύννεφο, και σε λίγο έπεφτε βροχή σε όλη την χώρα.

Στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού της Αίγινας, που και σήμερα λέγεται Όρος βρέθηκαν τα ερείπια ενός βωμού του Ελλάνιου Δία. Τον είχαν στήσει, έλεγαν, οι κάτοικοι ολόκληρης της Ελλάδας, όταν ύστερα από μία περίοδο μεγάλης ξηρασίας ο θεός είχε στείλει ευεργετικές βροχές.Το 1906 βρέθηκε μία χάλκινη υδρία η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ελλάνιο Δία.

Είναι επίσης πιθανό στην συγκεκριμένη τοποθεσία να υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Εκάτη.

Χαρακτηριστική είναι η αρχαία δοξασία (αναφέρεται από το Θεόφραστο) που είναι γνωστή μέχρι σήμερα -και συνδέεται με τον πρώτο μυθικό βασιλιά της Αίγινας, Αιακό -και την δέηση που έκανε στο Ελλάνιο Δία, να λήξει την ανομβρία που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα –ότι άμα η κορυφή του Όρους σκεπαστεί με σύννεφα θα βρέξει. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μυθική παράδοση, ο πρώτος βασιλιάς του νησιού και γενάρχης του γένους των Αιακιδών, ο Αιακός, ανέβηκε στο ψηλότερο βουνό του νησιού, για να παρακαλέσει εκ μέρους όλων των Ελλήνων τον πατέρα του να στείλει την πολυπόθητη βροχή ύστερα από την καταστροφική ξηρασία που είχε πλήξει την Ελλάδα.

Ο Δίας ανταποκρίθηκε στην επίκληση του  κι ο φημισμένος για τη δικαιοσύνη του Αιγινήτης βασιλιάς, θέλοντας να τον ευχαριστήσει, ίδρυσε στην κορυφή του βουνού ιερό αφιερωμένο στον Ελλάνιο Δία.  Προς τιμήν του Αιακού και του κατορθώματός του, έκτοτε στην Αίγινα τελούνταν τα Αιάκεια.

Τα Αιάκεια περιλάμβαναν σπουδαίους γυμνικούς αγώνες, τους οποίους είχε υμνήσει και ο Πίνδαρος.

Μια άλλη επέμβαση σε περίοδο ξηρασίας είναι και η παρακάτω.

Ο μύθος εξελίσσεται στο νησί Κέα. Η νήσος χαρακτηρίζεται από το υγρό κλίμα και την αφθονία των πηγών, στοιχεία που ευνόησαν την οργιώδη βλάστηση. Χαρακτηριστικό είναι πως η πρώτη ονομασία που φέρεται να είχε η Κέα ήταν «Υδρούσσα». Νύμφες ζούσαν στις πολυάριθμες πηγές μέσα στα δάση, όμως μια μέρα  έντρομες εξαφανίστηκαν στα βόρεια παράλια του νησιού μόλις έκανε την εμφάνισή του ένα τρομερό λιοντάρι.

Τότε επικράτησε στον τόπο το λαμπρότερο άστρο του ουράνιου θόλου, ο Σείριος. Κατάκαιγε με τις φοβερές του ακτίνες την κυκλαδική γη και ειδικότερα τη γη της Κέας, με αποτέλεσμα τα υδάτινα αποθέματα να περιοριστούν απελπιστικά και, ύστερα από μια περίοδο παρατεταμένης ξηρασίας, η βλάστηση να συρρικνωθεί.

Κατά μία άλλη εκδοχή στη νήσο είχαν βρει καταφύγιο κακούργοι και ο Απόλλωνας έστειλε ασυνήθιστα καύματα που κράτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να ξεραθούν τα πάντα.

Προκειμένου να εξιλεωθούν από αυτή τη «θεία μήνι», οι κάτοικοι του νησιού αναζήτησαν βοήθεια -έπειτα από κάποιο χρησμό- από το γιο του θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης που ζούσε στη Θεσσαλία, τον ημίθεο Αρισταίο.

Ο Αρισταίος κατέφθασε στο νησί, οι κακούργοι βρέθηκαν και τιμωρήθηκαν για τα ανομήματα τους και ο Αρισταίος κάθαρε το νησί από το κακό με τελετές και δεήσεις στον πατέρα του Απόλλωνα και στον πατέρα των θεών Δία, οι οποίοι τις εισάκουσαν και έστειλαν δροσερά μελτέμια και ευεργετικές βροχές.

Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια (τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί. Από τότε τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα των Κυκλάδων.

Στη λήξη των Ελευσινίων οι μύστες άδειαζαν δυο κρατήρες, προφανώς γεμάτους με νερό, τον ένα στην Ανατολή και τον άλλον στη Δύση, φωνάζοντας προς τον ουρανό «ὕει», δηλαδή «βρέξε», και προς τη γη «κύε», δηλαδή «σύλλαβε». Τελετουργικό της επίκλησης προς τον θεό των καιρικών φαινομένων Δία να στείλει βροχή και να γονιμοποιήσει την καμένη από το κρύο ή τη ζέστη γη.

Στα Ορφικά, συναντούμε ύμνους προς τις αγροτικές θεότητες όπου γίνεται σαφής επίκληση για βροχή, αλλά και επίκληση στο Θεό-Δία να προκαλέσει βροχή ευεργετική.

◾ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κάπως έτσι τελειώνει η έρευνα για την πρόκληση βροχής και τις λιτανείες στους αρχαίους καιρούς. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, όμως ερευνώντας και παρατηρώντας τα ήθη και έθιμα βλέπουμε πως στην λαϊκή συνείδηση η μνήμη-γνώση επιβιώνει. Μπορεί οι  θεοί να "αντικαταστάθηκαν" αλλά "δεν χάθηκαν μέσα στο λυκόφωτο" όπως μας λέει ο Νίτσε.