Ήταν Παρασκευή 23 Μαΐου του 1930, όταν η οικογένεια ενός εμπόρου της πόλης αυτής, που παραθέριζε στα Ζαρουκλέικα, είχε καθίσει στην τραπεζαρία για φαγητό. Αίφνης, βροχή από πέτρες στόχευαν με ορμή τα παράθυρα και τις πόρτες του σπιτικού τους.

Απορημένος ο έμπορος, έτρεξε να σφαλίσει τα παράθυρα και την πόρτα, θεωρώντας πως κάποιος κακοήθης περαστικός αστειευόταν με τέτοια επικίνδυνα κι ανόητα χωρατά.

Μα, μόλις έστρεψε την πλάτη του, κατευθυνόμενος προς το τραπέζι για να συνεχίσει το φαγητό του, ξάφνου τα παραθύρια ξεμανταλώθηκαν από μόνα τους και η εξώθυρα, με μια χλαπαταγή, τεντώθηκε προς τα μέσα, αφήνοντας το αεράκι του Μαγιού να διεισδύσει ζαρωμένο.

Αυτό που ακολούθησε, δεν περιγραφόταν! Πέτρες, αυτή τη φορά πολύ μεγαλύτερες, έζωναν το σπίτι από παντού, πέφτοντας κατά ριπάς με μια δαιμονιώδη ταχύτητα, που ήταν αδύνατον να τις εκτοξεύει άνθρωπος. Είχαν γεμίσει τον τόπο. Η στέγη αγκομαχούσε από το βάρος των λίθων, ενώ δεν είχε μείνει σπιθαμή στο εσωτερικό ακάλυπτη από πέτρες κάθε σχήματος και μεγέθους.

Το μυστήριο αυτό διήρκεσε μέχρι τις 8 το απόγευμα, οπότε και έπαψε εντελώς απότομα.

Την επόμενη ημέρα, την ώρα που η μικρή υπηρέτρια της οικογένειας, ονόματι Νίτσα, τηγάνιζε στο μαγερειό ψάρια, αντιλήφθηκε έντρομη ότι μέσα στο τηγάνι έπεφταν πέτρες από την καπνοδόχο. Παράτησε το σκεύος στην άκρη κι έτρεξε να πει στην κυρία της τα καθέκαστα. Μόλις η υπηρέτρια έφυγε από την κουζίνα, η ρίψη σταμάτησε ακαριαία.

Το απόγευμα της ίδιας εκείνης μέρας, η σύζυγος του εμπόρου βγήκε για περίπατο μαζί με την αδελφή της και τη 14χρονη υπηρέτριά τους. Όταν, όμως, είχαν προχωρήσει σε μικρή απόσταση από το χωριό, ξεκίνησε ένας αδυσώπητος λιθοβολισμός εναντίον τους καταμεσής του δρόμου, με πέτρες που έσκαγαν βροχηδόν πάνω στα κορμιά τους, προκαλώντας τους πόνο και μώλωπες. Άρχισαν να τρέχουν προς το σπίτι τους για να προστατευθούν, βαστώντας τα κεφάλια τους, αλλά κι εκεί το κακό επιδεινώθηκε.

Το παράδοξο φαινόμενο συνεχιζόταν αμείωτο και η οικογένεια έλαβε την απόφαση να καλέσει ιερέα, για να τελέσει αγιασμό, φοβούμενη πως επρόκειτο για κάποια διαβολική ενέργεια.

Πράγματι, ο ιερέας κατέφτασε αμέσως και στο μέσο περίπου της ιεροτελεστίας ένας φρενήρης λιθοβολισμός ξέσπασε εναντίον του μέσα στη σάλα του σπιτιού, που τον ώθησε να τρέξει προς τον κήπο, σηκώνοντας με τα χέρια του τα μαύρα ράσα.

Το πράγμα διέρρευσε σε όλο το χωριό και επειδή οι χωρικοί είχαν πειστεί για την ύπαρξη ενός μοχθηρού πνεύματος μέσα στο σπίτι του εμπόρου, γέμισαν τις μάντρες του με μαύρους σταυρούς, που τους χάρασσαν τη νύχτα με πίσσα. Και κάπως έτσι φρονούσαν πως θα ξόρκιζαν το κακό…

Μα, η ηρεμία δεν ήρθε. Αντιθέτως, τα φαινόμενα εντάθηκαν κι αγρίεψαν. Οι λιθοβολισμοί δε σταματούσαν για ώρες ολόκληρες, ενώ τα έπιπλα σύρονταν πέρα δώθε και πολλές φορές ανατρέπονταν κι έσκαγαν σε κάποια γωνιά της κάμαρας. Ήταν μάλιστα μέρες που ιδιότυπες θημωνιές με καρέκλες, κουβέρτες, γυαλικά και κατσαρόλες που στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, κοσμούσαν την παράνοια του χώρου, ενώ οι κρότοι που συνόδευαν τις μετακινήσεις τους ήταν διαβολεμένοι!

Η οικογένεια του εμπόρου, πνιγμένη στην απελπισία, ζήτησε τη βοήθεια ενός νεαρού μελετητή ψυχικών φαινομένων, του κυρίου Φλούδα, ο οποίος, αφού παρακολούθησε στενά τα παράξενα γεγονότα, συμπέρανε πως υπεύθυνη για όλες αυτές τις αλλόκοτες εκδηλώσεις ήταν η 14χρονη υπηρέτρια του σπιτιού.

Η Νίτσα, λοιπόν, δίχως να το γνωρίζει και ούτε καλά καλά να το κατανοεί, ήταν άθελά της ένα ισχυρότατο τηλεκινητικό διάμεσο, ένα μέντιουμ μεγάλης δύναμης που μπορούσε να κινεί ελαφριά, αλλά και βαριά αντικείμενα, μόνο και μόνο με τη δύναμη του νου.