Ακολουθώντας το ρου του Πηνειού, αφού το ποτάμι περάσει την Άργισσα και πριν αρχίσει να ζώνει με τις κουλούρες του τη Λάρισα από το βορρά, συναντάμε στο αριστερό χέρι μια μικρή δασική έκταση. Κάπου στο κέντρο της, μακριά από το άγγιγμα κάθε μονοπατιού, υπάρχει ένα λιβάδι που η θεριά περίφραξή του στέκει εκεί εδώ και αμέτρητα χρόνια. Έχει πανύψηλη βλάστηση το μέρος – τα χορτάρια του θεριεύουν ξεπερνώντας τα δυο μέτρα. Το μόνο που διαταράσσει την επιφάνεια τους είναι οι κορυφές κάποιων λεπτών ξύλινων στύλων, που ξεπροβάλλουν είκοσι με τριάντα πόντους πάνω από τις άκρες των φυτών.

Κάθε μέρα, με το που ανατείλει ο ήλιος, το πράσινο του λιβαδιού αυτού διατρέχεται από γραμμές, καμπύλες, ευθείες και διακεκομμένες, λες και όλη τη νύχτα κάποιο θεϊκό χέρι χρησιμοποιούσε το σημείο ως αστροφώτιστη γραφίδα. Σαν ξημερώσει για τα καλά, οι ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι του δάσους ανεβαίνουν στα ψηλότερα από τα γύρω δέντρα και καταγράφουν σε κεραμιδόπλακες τα φανερωμένα σύμβολα, πλάκες που έπειτα κρύβουν σε κουφάλες δέντρων για λόγους που μονάχα αυτοί ξέρουν. Τον περασμένο αιώνα δεν ήταν λίγοι οι Λαρισαίοι που έψαχναν το δάσος για τις πλάκες αυτές, θεωρώντας πως κρύβουν ανείπωτα μυστικά.

Κάποιοι λένε πως το λιβάδι αυτό είναι του Ήλιου, πως αυτός το περιέφραξε πριν από αμέτρητα χρόνια, να το έχει για να ξεκουράζονται τα άλογά του. Εκεί τα δένει κάθε βράδυ, λένε, στους στύλους που είναι από άθραυστο νεραϊδόξυλο, αφήνοντάς τα να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν ολονυχτίς. Αυτά τρώνε λαίμαργα το μαγικό χορτάρι, που μια μπουκιά του αρκεί για να ξανανιώσουν τα πόδια του πιο καταπονημένου ταξιδιώτη. Και με την πορεία τους μέσα στα χορτάρια καταγράφουν τα μυστικά που είδαν την προηγούμενη μέρα καθώς πέταγαν πάνω από τη Γη.

Άλλες υποστηρίζουν πως τούτο το άλσος είναι μια από τις κορυφές του Κάτω Κόσμου. Η βλάστηση είναι οι άκρες από τα μαλλιά των νεκρών που ολοένα και αυξάνονται και ξεχειλίζουν από τα δώματα του Άδη. Όσο για τα ξύλινα κοντάρια που ξεπροβάλλουν, αυτά είναι οι άκρες από τις βελόνες της δέσποινας του Άδη, που κάθε βράδυ κεντάει μηνύματα για τη μάνα της που είναι στον Απάνω Κόσμο – αλίμονο, σε γλώσσα θεϊκή, που δεν είναι γραφτό να καταλάβουν οι θνητοί.

Όπως και να έχει, όσοι δοκίμασαν να πάνε βράδυ στο χωράφι δεν ξαναφάνηκαν στον κόσμο μας. Οι γνωστοί τους όμως έχουν να λένε πως όταν καμιά φορά κοιτάζουν το ολόγιομο φεγγάρι, νομίζουν πως βλέπουν μαύρες κηλίδες που θυμίζουν το σουλούπι των χαμένων.